Γιατί οι γυναίκες κρυώνουν περισσότερο από τους άνδρες

Γιατί οι γυναίκες κρυώνουν περισσότερο από τους άνδρες

Υπάρχει ένας αρκετά διαδεδομένος αστικός μύθος που θέλει τις γυναίκες να νιώθουν πιο έντονα το κρύο από ό,τι οι άνδρες: εξού και κουκουλώνονται το βράδυ με το πάπλωμα, έχουν πάντα στην τσάντα τους γάντια και σκουφί κατά τη διάρκεια του χειμώνα και αναζητούν τη θαλπωρή του ζεστού σπιτιού τους. Ομως, μήπως στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μύθο; Κι αν ναι, τότε ποιες είναι οι διαφορές στη φυσιολογία του σώματος ανάμεσα στα δύο φύλα, που επηρεάζουν την αντίληψη του ψύχους;

Φως στη διαμάχη αυτή, σχετικά με το ποιος έχει μεγαλύτερη ανοχή στο κρύο, αλλά και ποια είναι η κατάλληλη θερμοκρασία στο γραφείο ώστε να είναι εξίσου ανεκτή τόσο από τους άνδρες όσο και από τις γυναίκες υπαλλήλους, έριξαν πρόσφατα ο Dr. Christian Moro, αναπληρωτής καθηγητής Βιοϊατρικών Επιστημών και Ιατρικής, και η Dr. Charlotte Phelps, ανώτερη εκπαιδευτική συνεργάτις στο Πανεπιστήμιο Bond, στην Αυστραλία.

Μυϊκός ιστός και λίπος. Αναλυτικότερα και όπως αναφέρουν στην επιστημονική πύλη «The Conversation», οι γυναίκες τείνουν να διαθέτουν λιγότερο μυϊκό ιστό ο οποίος παράγει θερμότητα και περισσότερο σωματικό λίπος μεταξύ δέρματος και μυών. Ετσι, η επιδερμίδα τους απέχει λίγο περισσότερο από τα υποκείμενα αιμοφόρα αγγεία και είναι πιο ψυχρή.

Επίσης έχουν κατά κανόνα χαμηλότερο μεταβολικό ρυθμό απ’ ό,τι οι άνδρες. Η διαφορά αυτή μειώνει την ικανότητα παραγωγής θερμότητας του οργανισμού όταν κάνει κρύο. Γι’ αυτόν τον λόγο νιώθουν ότι κρυώνουν περισσότερο όταν μειώνεται η περιβαλλοντική θερμοκρασία.

Και έπειτα, όπως προσθέτουν, είναι και οι ορμονικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Και αυτό διότι οι δύο κύριες ορμόνες του γυναικείου φύλου, τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη, επηρεάζουν σημαντικά τη σωματική θερμοκρασία.

Πιο συγκεκριμένα, τα οιστρογόνα διαστέλλουν τα αιμοφόρα αγγεία στα άκρα με αποτέλεσμα να αποβάλλεται περισσότερη θερμότητα από το σώμα, σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς. Αντιθέτως, η προγεστερόνη συστέλλει τα αιμοφόρα αγγεία, για να μειωθεί η αιμάτωση των άκρων και να διατηρηθούν ζεστά τα εσωτερικά, ζωτικά όργανα αφήνοντας τις γυναίκες να αισθάνονται πιο δροσερές.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(“300x250_middle_2”); });
googletag.cmd.push(function() { googletag.display(“300x250_m2”); });

Είναι σημαντικό, δε, να υπογραμμιστεί πως αυτή η ισορροπία των ορμονών αλλάζει κατά τη διάρκεια του μήνα παράλληλα με τον εμμηνορροϊκό κύκλο. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Η εσωτερική σωματική θερμοκρασία είναι υψηλότερη την εβδομάδα μετά την ωορρηξία, όταν αυξάνεται η προγεστερόνη. Κατά συνέπεια αυτή είναι και η εβδομάδα που οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες στις χαμηλές θερμοκρασίες και κρυώνουν περισσότερο.

Επιπλέον, οι ορμόνες αυτές κάνουν τα χέρια, τα πόδια και τα αφτιά των γυναικών να έχουν σχεδόν 3 βαθμούς Κελσίου χαμηλότερη θερμοκρασία απ’ ό,τι στους άνδρες. Μάλιστα, οι ειδικοί εικάζουν σύμφωνα με τα όσα γράφουν στο «The Conversation» ότι η διαφοροποίηση αυτή πιθανώς να είναι και η πηγή του παλαιού γνωμικού «κρύα χέρια, ζεστή καρδιά».

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(“300x250_middle_3”); });

Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι οι διαφορές αυτές στον τρόπο που ο οργανισμός αντιλαμβάνεται το ψύχος δεν αποτελούν αποκλειστικό φαινόμενο του ανθρώπινου είδους. Μελέτες σε πολλά είδη πτηνών και θηλαστικών αναφέρουν ότι τα αρσενικά συνήθως συγκεντρώνονται σε πιο δροσερές περιοχές, όπου υπάρχει σκιά, ενώ τα θηλυκά παραμένουν σε πιο ζεστά περιβάλλοντα, όπου υπάρχει ηλιοφάνεια.

Η σκανδιναβική λύση. Η «σκανδιναβική μέθοδος ύπνου», όπου τα ζευγάρια κοιμούνται με ξεχωριστές κουβέρτες, είναι ένας τρόπος για να ξεπεραστούν οι διαφορές στις προτιμήσεις θερμοκρασίας.

Αντίστοιχα στους χώρους εργασίας, μια πρακτική προσέγγιση θα μπορούσε να είναι η χρήση ανεξάρτητων συστημάτων (π.χ. μικροί ανεμιστήρες, θερμαινόμενες καρέκλες ή θερμαντήρες ποδιών) που θερμαίνουν ή ψύχουν και μπορούν να τοποθετηθούν τοπικά σε μεμονωμένους σταθμούς εργασίας, όπως γραφεία, καρέκλες ή κοντά στα πόδια.

Με τον τρόπο αυτόν, όπως εξηγούν οι ίδιοι επιστήμονες, μπορούν να ικανοποιηθούν οι εξατομικευμένες ανάγκες του κάθε εργαζομένου, χωρίς να επηρεάζονται οι άλλοι γύρω του και συνεπακόλουθα χωρίς να δημιουργούνται προστριβές για το εάν το air-condition θα πρέπει να μείνει κλειστό ή εάν η ατμόσφαιρα είναι… αποπνικτική.

«Μπορούν επίσης να αποτελέσουν μια ενεργειακά αποδοτική πρακτική για την εξισορρόπηση της θερμικής άνεσης και της υγείας σε εργασιακά περιβάλλοντα», καταλήγουν.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ