Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες σηματοδοτεί την κατάρρευση αυτού που αποκαλείται «Δύση» – της συμμαχίας ανάμεσα στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που σφυρηλατήθηκε στους δυο παγκόσμιους πολέμους του εικοστού αιώνα και εδραιώθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου είχε ήδη αποδυναμώσει τον εν λόγω δεσμό, αλλά είναι πλέον πιθανό να τμηθεί οριστικά.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στρέψει το στόχαστρό τους στην Ασία και την Κίνα εδώ και χρόνια. Αυτή η τάση γεννήθηκε επί Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος ξεκίνησε μια de facto αποχώρηση από την Ευρώπη και τις γειτονικές της περιοχές, με μια από τις θεμελιώδεις επιλογές του να είναι να μην στραφεί εναντίον του Μπασάρ αλ Άσαντ. Η ισχυρή στήριξη που παρείχε η κυβέρνηση Μπάιντεν στο καθεστώς του Κιέβου επιβράδυνε προσωρινά τη συγκεκριμένη αποδέσμευση, αλλά δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία πως οι ΗΠΑ θα διατηρούσαν την τροχιά που είχαν ήδη χαράξει.
Πέρα από αυτές τις γεωπολιτικές αλλαγές και την υποκείμενη γεωοικονομική δυναμική, η ηγεσία του Τραμπ σηματοδοτεί μιαν αποφασιστική και πιθανώς μη αναστρέψιμη επιτάχυνση της εν λόγω τάσης. Υπό την ηγεσία του, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαρρηγνύουν ανοιχτά τις αξίες που κάποτε καθόριζαν την κοινή κληρονομιά της «Δύσης»: δημοκρατία, κράτος δικαίου, αναπαλλοτρίωτα ανθρώπινα δικαιώματα, δικαίωμα στη Δημόσια Υγεία και την κοινωνική ασφάλιση, το διεθνές δίκαιο και μια κοινωνική ειρήνη που στηρίζεται σε δημοκρατικούς κανόνες.
Στην πράξη, ωστόσο, η «Δύση» γύρισε πλειστάκις την πλάτη σε αυτά ιδανικά. Τα ευρωπαϊκά κράτη συμπεριφέρθηκαν επαίσχυντα στις αποικίες τους και τους κατοίκους τους κατά τη διάρκεια των αγώνων τους για ανεξαρτησία, ενώ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ υποστήριξαν πρόθυμα τις βάναυσες δικτατορίες για να αντιμετωπίσουν την ΕΣΣΔ – από την ανατροπή του Μοχάμεντ Μοσαντέκ στο Ιράν, έως αυτή του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή. Η μεταψυχροπολεμική εποχή δεν ήταν καλύτερη, όπως φάνηκε από την καταστροφική εισβολή στο Ιράκ.
Το «Πρώτα η Αμερική» δεν ξεκίνησε με τον Τραμπ
Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ξεκίνησαν με τον Τραμπ την υπονόμευση των θεσμών του πλανήτη.
Η Ουάσιγκτον επικρίνει και αποχρηματοδοτεί εδώ και πολύ καιρό τα Ηνωμένα Έθνη, την UNESCO και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Αρνήθηκε να επικυρώσει το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, απέρριψε τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου και αρνήθηκε να υποστηρίξει το Πρωτόκολλο του Κιότο· καθυστερώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατά τουλάχιστον 25 χρόνια, τις παγκόσμιες προσπάθειες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Το δόγμα «Πρώτα η Αμερική» προϋπήρχε του Τραμπ.
Μέχρι τώρα, το χάσμα μεταξύ της δυτικής πρακτικής και των δεδηλωμένων αξιών δεν είχε οδηγήσει σε ρητή άρνηση των συγκεκριμένων θεμελιωδών αρχών. Τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ επέλεξαν να ανεχθούν αυτό το διπλό πρότυπο. Ωστόσο, υπό τον Τραμπ, οι ΗΠΑ έχουν περιέλθει σε μια αποφασιστική ρήξη με την κληρονομιά του Διαφωτισμού. Ο Τραμπισμός μοιάζει να είναι μια μόνιμη αλλαγή στην αμερικανική ιστορία.
Η Ευρώπη, επίσης, μπορεί να υποκύψει στον ανελευθερισμό και τον αυταρχισμό. Αυτή είναι η φιλοδοξία της Ακροδεξιάς της Ευρώπης, η οποία επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει το «φαινόμενο Τραμπ/Μασκ» – ενισχυόμενη από υπέρογκους τεχνολογικούς και οικονομικούς πόρους. Η αποστολή της διευκολύνεται από την κυρίαρχη Δεξιά, η οποία έχει απορροφήσει και εξακολουθεί να απορροφά ολοένα και περισσότερες ακροδεξιές ιδέες.
Ωστόσο, οι υπερβολές του Τραμπ και του Μασκ -και οι πιθανές αποτυχίες τους- μπορεί να έχουν απωθητική επίδραση στους Ευρωπαίους ψηφοφόρους – όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αποξένωσαν τελικά τους περισσότερους Βρετανούς, Γάλλους και Αμερικανούς τη δεκαετία του 1930, παρά την ισχυρή ακροδεξιά υποστήριξη που απολάμβαναν στις εν λόγω τις κοινωνίες.
Πριν από τον Μασκ, ο Χένρι Φορντ, πρωτοπόρος στη μαζική παραγωγή αυτοκινήτων, ήταν ένθερμος φιλοναζί και ένθερμος υποστηρικτής της συμμαχίας Ηνωμένων Πολιτειών-Χίτλερ. Κόντεψε, δε, να διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ σ’ εκείνη τη συγκυρία.
Εάν η Ευρώπη αντισταθεί στο κύμα των Τραμπιστών, η δημοκρατική Ευρώπη θα απομονώνεται ολοένα και περισσότερο από τις ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον, όχι μόνο θα αποσύρει την υποστήριξή της έναντι αντιπάλων της, αλλά μπορεί να γίνει και ενεργά εχθρική, αμφισβητώντας την σε διπλωματικά, οικονομικά, ακόμη και στρατιωτικά μέτωπα, όπως ήδη κάνει στη διαμάχη για τη Γροιλανδία.
Δεν θα υπάρχει μέλλον για μια δημοκρατική Ευρώπη σε έναν πλανήτη που διαμορφώνεται από τον Τραμπ, τον Σι και τον Πούτιν
Ένα από τα παράδοξα της τρέχουσας συγκυρίας είναι ότι μια έντονα ατλαντική ευρωπαϊκή ηγεσία θα επιφορτιστεί με τη διακοπή των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η ανατροπή δεν αποτελεί πρωτοφανές πολιτικό φαινόμενο.
Ήταν ο Σαρλ ντε Γκωλ -του οποίου η επικράτηση επιτεύχθηκε χάρις στους υποστηρικτές της Γαλλικής Αλγερίας- εκείνος που τελικά παραχώρησε στην Αλγερία την ανεξαρτησία της, όχι σοσιαλιστές όπως ο Γκυ Μολέ ή ο Φρανσουά Μιτεράν. Σήμερα, η Κάγια Κάλλας και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι πιο κοντά στο να έλθουν σε ρήξη με τις ΗΠΑ εν συγκρίσει με τους αριστερούς ηγέτες, που συχνά κατηγορούνται για αντιαμερικανισμό.
Ξενοφοβικές και αντιδραστικές δυνάμεις που υποστηρίζουν την αντιπαράθεση της Ευρώπης με τον Παγκόσμιο Νότο, επί του παρόντος κερδίζουν έδαφος στην ήπειρό μας. Η σιωπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα εγκλήματα πολέμου και τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου που διαπράττονται στη Γάζα, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Όχθη από τις 7 Οκτωβρίου του 2023, έχει επιδεινώσει περαιτέρω τη θέση της στον υπόλοιπο πλανήτη.
Εάν η Ευρώπη δεν αντιστρέψει γρήγορα την τη συγκεκριμένη τάση -εάν αποτύχει τους επόμενους μήνες και χρόνια να αποτρέψει την αυξανόμενη εχθρότητα κατά του Παγκόσμιου Νότου- τότε δεν θα υπάρχει μέλλον για μια δημοκρατική Ευρώπη σε έναν πλανήτη που διαμορφώνεται από τον Τραμπ, τον Σι και τον Πούτιν.
Στις τελευταία εξελίξεις των ημερών, την Παρασκευή (28/2) πήρε παράταση το deal ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ουκρανία για τον ορυκτό πλούτο της δεύτερης. Όπως επισημάναμε προ ημερών, εάν αυτό προχωρήσει, τότε θα επηρεάσει αρνητικά την Ευρώπη, η οποία στέκει σαστισμένη μπρος στη ραγδαιότητα των γεωπολιτικών εξελίξεων.
Ειδικότερα, εάν λάβει σάρκα και οστά, τότε η Ευρώπη αναμένεται να μείνει ακόμη πιο πίσω στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, ο οποίος διογκώνεται ολοένα και περισσότερο από τις ΗΠΑ και την Κίνα, ενώ η Ρωσία γίνεται με τη σειρά της ένας εκ των μεγάλων «παικτών» σε αυτήν την σκακιέρα, μέσω των κατακτήσεών της στην πλούσια σε σπάνιες γαίες ανατολική Ουκρανία.
Καθώς λοιπόν η Ευρωπαϊκή Ένωση διανύει ενεργειακή κρίση, με τη μέγγενη αυτής να πνίγει τους πολίτες της, οι οικονομίες της αναμένεται να συμπιεστούν περαιτέρω ανάμεσα στις συμπληγάδες των τριών μεγάλων παικτών της νέας τεχνολογικής επανάστασης, ελπίζοντας να μη συνθλιβούν εξαιτίας της γεωπολιτικής ανυπαρξίας της.
Πηγή: in.gr