Ο Βέλγος σκηνοθέτης Λεονάρντο βαν Ντάιλ (Leonardo Van Dijl), με την ταινία του «Η Τζούλι μένει σιωπηλή», κερδίζει την προσοχή μας και το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής – Αργυρός Αλέξανδρος στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η ταινία ερευνά εύστοχα τα όρια της αλήθειας και του ψέματος όταν πρωταθλητισμός, ορμόνες και όρια καταπατούνται, όχι με τις προβλεπόμενες ισορροπίες.
Διαβάστε όσα μας είπε ο σκηνοθέτης της, Λεονάρντο βαν Ντάιλ, σε αποκλειστική συνέντευξη.
Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Ρωμανό Λιζάρδο
-Η ταινία σας, δυστυχώς, απεικονίζει ένα μέρος της πραγματικότητας στις μέρες μας. Γνωρίζοντας ότι έχετε ήδη γυρίσει κάποιες ταινίες μικρού μήκους που σχετίζονται επίσης με τον κόσμο του αθλητισμού, τι σας τράβηξε το ενδιαφέρον προς αυτήν την κατεύθυνση;
-Λοιπόν, ο αθλητισμός, νομίζω ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι ένα όμορφο οπτικοακουστικό σκηνικό. Με βάση αυτόν, μπορούμε να στήσουμε χορογραφίες, ηχητικό περιβάλλον και όμορφες τοποθεσίες. Πάντα βλέπω τον αθλητισμό σαν χορό (σ.σ. χορογραφία), και έτσι το προσεγγίζω. Εν συνεχεία, με ενδιαφέρει πολύ η πολιτική και το πώς λειτουργούν τα συστήματα εξουσίας· και ο αθλητισμός, σε συνάρτηση με την ιστορία της Τζούλι, είναι η ίδια η ζωή της. [Η ταινία μας γίνεται η πλατφόρμα] για να μιλήσουμε για την πολιτική χωρίς να την προσεγγίσουμε σε υψηλό επίπεδο, αλλά να την κάνουμε κατανοητή στους ανθρώπους και να επικοινωνήσουμε το πώς η πολιτική και τα πρωτόκολλα και η στάση μας σε ανάλογα ζητήματα μας επηρεάζουν στην καθημερινή ζωή. Έτσι η ιστορία μας γίνεται άμεση για την κοινωνία στον αθλητισμό.
-Στον αθλητισμό, πάντα υπάρχει αυτό το «μην αντιμιλάς, κάνε ό,τι σου λένε». Και είναι μέρος της προπόνησης. Πόσο δύσκολο είναι για τους αθλητές να σπάσουν αυτή τη σιωπή;
-Είναι πολύ δύσκολο, γιατί αφορά το σύνολο των αθλητών. Βλέπετε οι αθλητές, […] έχουν ένα πάθος, μια ορμή και αυτό προσεγγίζει τα προσωπικά τους όρια. Ή, για να ακριβολογώ, είναι σαν να μην έχουν όρια. Υπερβαίνουν καταστάσεις για να πετύχουν το στόχο τους. Το ρητό τους είναι: «Χωρίς πόνο, δεν υπάρχει κέρδος». Επειδή η επιθυμία τους για τα παραπάνω ανεβάζει ψηλά τον πήχη, πολλές φορές κάνουν το παραπάνω βήμα. Και αυτή είναι η δύναμή τους· αυτό είναι που τους κρατάει σε εγρήγορση. Ωστόσο, μετατρέπεται στην αχίλλειο πτέρνα τους· όταν συνεργάζονται με ανθρώπους που ξέρουν πώς να το χειραγωγούν αυτό, να εκμεταλλεύονται αυτήν την αίσθηση, γίνονται πολύ ευάλωτοι στο να βιώσουν, δυστυχώς, την κακοποίηση. Οπότε μέσα από αυτήν την συνθήκη, για να σπάσουν τη σιωπή, είναι πολύ δυσκολότερο, επειδή έχουν ενεργό ρόλο σε αυτό. Επειδή είναι επικεντρωμένοι στον στόχο τους κατά κάποιο τρόπο [τα δίνουν όλα]. Και δεν καταλαβαίνουν πάντα ότι οι άνθρωποι δεν είναι αγγελικά πλασμένοι. Υπάρχουν κακοποιητές, εκμεταλλευτές ή καταπιεστές, επειδή απλά ξέρουν τι σκέφτονται και τον τρόπο που μπορούν να ελέγξουν τις ζωές των άλλων.
-Ο αθλητισμός και η ψυχική υγεία, πρέπει να εξεταστούν πιο προσεκτικά και εκ του παραλλήλου. Ποιες είναι οι σκέψεις σας σχετικά με αυτό;
-Νομίζω ότι γενικότερα πρέπει να εξετάζουμε συνδυαστικά καταστάσεις με την ψυχική υγεία. Προσωπικά, χρησιμοποίησα τον αθλητισμό απλά ως πλατφόρμα για να ξεκινήσω μια συζήτηση, αλλά και πάλι, δεν είχα απαντήσεις σε ερωτήματα όπως «τι συμβαίνει στην [κάθε] Τζούλι σε τέτοιου είδους καταστάσεις;». Εσείς και εγώ προερχόμαστε από τον κόσμο της κουλτούρας […]. Μας απασχολούν ακριβώς τα ίδια θέματα και εξακολουθούμε επίσης να αναρωτιόμαστε πώς πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε, να δημιουργήσουμε πιο ασφαλή περιβάλλοντα για τους ηθοποιούς, για τους σκηνοθέτες, για άλλους ανθρώπους του χώρου. Νομίζω ότι αυτό είναι το βασικό θέμα της συζήτησης. Με απασχολούν και εμένα αυτά τα ζητήματα, και είναι σημαντικό να οδηγηθούμε σε νέα κατεύθυνση όπου θα είμαστε λιγότερο επικεντρωμένοι στον ρόλο του θύματος ή του επιζώντος. […] Πρέπει να επικεντρωθούμε στην κοινότητα (και στις ευθύνες που έχουμε ως κοινότητα) για τη δημιουργία ασφαλών περιβαλλόντων, όπου δεν θα θεραπεύουμε αλλά θα ενεργούμε περισσότερο προληπτικά και θα προβλέπουμε καταστάσεις πριν προκληθούν βλάβες, ώστε να μην κινδυνεύει κανείς από αυτό στο μέλλον. Έχω την αίσθηση ότι συνήθως περιμένουμε μέχρι να είναι πολύ αργά και τότε, καταλήγουμε να αναρωτιόμαστε, «πώς μπορούμε να αποκαταστήσουμε τη δικαιοσύνη»; Πρέπει να προβλέπουμε, να είμαστε ενεργοί υποστηρίζοντας την ισότητα και τους ασφαλείς χώρους και τη διασφάλιση παντού, όχι μόνο στον χώρο του αθλητισμού. Οι κίνδυνοι υπάρχουν παντού, ιδιαίτερα σε χώρους που είναι εκτεθειμένοι ευάλωτοι συνάνθρωποί μας. Δεν είναι πάντα εμφανές από την αρχή. Υπάρχουν άνθρωποι που εκτονώνουν αποκλειστικά σε ευάλωτους ανθρώπους τα όποια ένστικτά τους. Είναι δύσκολο να είσαι ευάλωτος και να αισθάνεσαι παράλληλα ότι δεν υπάρχουν όρια. Η Tessa Van den Broeck αναγνώρισε όλα αυτά τα στοιχεία [και τα ενσωμάτωσε στον ρόλο της]. Ενέταξε και την ενέργεια και το ευάλωτο στην ερμηνεία της. Και αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα απλής υποκριτικής. [Ήξερε πώς και πού] να χρησιμοποιεί τη σιωπή της.

-Μπορείτε να πείτε λίγα περισσότερα για τη διαδικασία του κάστινγκ και πώς επιλέξατε την Tessa Van den Broeck για την ενσάρκωση του χαρακτήρα της Julie;
-Πρώτα απ’ όλα, είναι μια πραγματικά υπέροχη τενίστρια. Και για μένα, ήταν ένα απαραίτητο στοιχείο για το ρόλο. Ο κανόνας που έβαλα στον εαυτό μου ήταν ότι πρέπει να δουλέψουμε με πραγματικούς τενίστες, γιατί για να γίνει πιστευτή αυτή η ιστορία, έπρεπε να πιστέψουμε και την Julie, και τη σιωπή της. Έπρεπε να είναι εξαίρετη τενίστρια. Γιατί αν δεν σε έπειθε ο τρόπος που χτυπούσε τα μπαλάκια, θα αμφισβητούσες όλη τη δραματουργία του χαρακτήρα της. Όταν γνωριστήκαμε ήταν μόλις 16 ετών. Είχε έρθει για την οντισιόν. Τα πήγε εξαιρετικά. Αναγνώρισα από την πρώτη στιγμή ότι ήταν πολύ καλή ηθοποιός. Είχε επίσης ήδη θέσει ψηλά τον πήχη στις αποδόσεις της στο τένις. Οπότε με αυτόν τον τρόπο, ήταν σαν να μου είχε έρθει δώρο εξ’ ουρανού. Αλλά για μένα, ήταν επίσης πολύ σημαντικό να βρω κάποια που η δομή των οστών της θα της επέτρεπε να αποδώσει αυτόν τον χαρακτήρα, με αυτόν τον τρόπο. Ήξερα ότι η Julie θα ήταν ασφαλής με την Tessa, επειδή η Tessa θα φρόντιζε αυτόν τον χαρακτήρα. Και ταυτόχρονα, ήξερα επίσης ότι η Tessa θα ήταν ασφαλής από τη βαρύτητα που έφερε η Julie. Και αυτό ήταν επίσης πολύ σημαντικό γιατί ήθελα κάποια που θα μπορούσε πραγματικά να διαχωρίσει τα δύο. Δεν ήθελα να δουλέψω με μια ανήλικη που μετά θα χανόταν μέσα στη σιωπή της Julie, σαν να αποδίδει την ερμηνεία, χωρίς να έχει καθαρή αντίληψη. Έτσι, ήταν πολύ σημαντικό για μένα να βρω κάποια που συνδύαζε την πρακτική και την άμεση σκέψη. Ήθελα να με καταλάβει αν της έλεγα: «άκου, είσαι έφηβη. Ξέρεις τι σημαίνει να μην μιλάς. Αυτή είναι η (σκηνοθετική σου) ενημέρωση». Δεν ήθελα να είναι το ζητούμενο η σιωπή της Τζούλι. Ίσως να μην λειτουργούσε ο χαρακτήρας και ο ρόλος αν περιοριζόμουν σε αυτό. Τώρα έφτασε το πραγματικό ερώτημα: «Πώς θα το καταφέρναμε»; Μα, απλώς θα κάνουμε πρόβα, πρόβα, πρόβα, όπως ακριβώς θα την προετοίμαζε (ο προπονητής της) για έναν αγώνα τένις. Στη συνέχεια θα πηγαίναμε στα σετ και θα παρουσιάζαμε (μπροστά στην κάμερα) όσα «συμφωνήσαμε». Θα χρησιμοποιήσουμε την τεχνική, τη γλώσσα του σώματος και διάφορες ακόμα τεχνικές, για να δημιουργήσουμε άγχος. Μπορούσαμε να το πετύχουμε με την αναπνοή, «με αυτό» ή «εκείνο». Το θετικό ήταν πως επειδή είναι αθλήτρια, τις ήταν γνώριμη η εφαρμογή τεχνικών. Το είδαμε σα να ήταν χορεύτρια πάνω σε χορογραφία. Διαμορφώσαμε τη σιωπή δουλεύοντας πάνω σε μικρές λεπτομέρειες και επίσης κάνοντας πολλές πρόβες· φροντίζαμε να ξέρει τον ρόλο της. Και μόλις βρεθήκαμε στο πλατό, απλά είπα «πάμε πλάνο» και μεταμορφώθηκε στη Julie. Όταν είπα «cut», σε μια στιγμή μεταμορφώθηκε ξανά στη χαρούμενη, φλύαρη, ζωηρή Tessa που είναι στην πραγματική ζωή. Και έτσι το πετύχαμε. Και ήταν πραγματικά καταπληκτικό. Πιστεύω ότι με αυτόν τον τρόπο, αυτή η σχεδόν άτυπη προσέγγιση, έδωσε δραματουργία αλλά δεν προκάλεσε δράματα. Δεν θέλαμε να το κάνουμε με δραματικό τρόπο… Αυτό όμως ενίσχυσε το πραγματικό δράμα στην ταινία, επειδή μας αρέσει πραγματικά να επικεντρωνόμαστε σε αυτό. [Κάθε ταινία, ας μην ξεχνάμε] είναι μια κατασκευή.
-Νομίζω ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -και επίσης η χρήση των κινητών μας για κάθε είδους χρήση-, μερικές φορές μπορεί να είναι ένα όπλο που μας επιτρέπει να μιλάμε ανοιχτά. Ποιες είναι οι σκέψεις σας σχετικά με αυτό;
-Είναι αλήθεια. Αλλά και πάλι, για να φτάσουμε εκεί, πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε. Πρέπει να ξεκινήσει η διαδικασία. Και αυτό είναι το θέμα της ταινίας μου. Πρέπει να πούμε ότι, εμείς ως κοινωνία, μπορούμε να ξεκινήσουμε διάλογο και να δημιουργήσουμε τους «τόπους» που μπορούμε να εκφραστούμε. Αλλά, ξέρετε, πριν από κάθε σιωπή που σπάει, υπάρχει «αυτή η σιωπή». Και συχνά οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι σε αυτή τη σιωπή, χρειάζονται κάποιο χρόνο για να απελευθερωθούν από αυτή· χωρίς να είναι βέβαιο αν θα τα καταφέρουν. Και πραγματικά πιστεύω ότι με αυτόν τον τρόπο, όπως και για μένα ήταν πολύ σημαντικό, θα είναι και για άλλους. Το βλέπουμε και στην πρώτη σκηνή που ξεκινάει με τον προπονητή που έχει βάλει τη Julie σε αυτήν την εξαιρετικά μοναχική θέση του θύματος, εντελώς απομονωμένη από τον κόσμο γύρω της, εντελώς χειραγωγημένη, κατεστραμμένη στην αίσθηση του εαυτού της. Είναι αφανής. Και καθόμαστε σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και δίνουμε στη Τζούλι το χρόνο που χρειάζεται για να αποκαταστήσει αυτή την αυτοεικόνα που έχει ανάγκη. Γιατί πριν αρχίσεις να μιλάς με αυτόν τον τρόπο, αυτή είναι η πρώτη δουλειά που πρέπει να γίνει. Η πρώτη θεραπεία δεν γίνεται με λόγια, αλλά επιτελείται με αυτόν τον τρόπο υποθέτω. Είναι το να αφήσουμε να επουλωθεί αυτό που έχει καταστραφεί και να επικεντρωθούμε στη χειραφέτηση· το πώς γίνεται από ένα πολύ ήσυχο κορίτσι, να μεταμορφωθεί σε ένα εξωστρεφές, πιο ομιλητικό κορίτσι, πώς βλέπουμε. […] Βλέπουμε πώς αρχίζει να παίζει καλύτερα, όταν συνεργάζεται με έναν νέο προπονητή που της δίνει νέες στρατηγικές για να γίνει καλύτερη τενίστρια. Τη βλέπουμε να αποκαθιστά τους δεσμούς της με την οικογένειά της ή με τους φίλους της. Όλα αυτά τα μικρά πράγματα με αυτόν τον τρόπο, τη βοηθούν. Και αυτά τα πράγματα πρέπει να γίνουν. Και κάποια στιγμή, αν αποκτήσει αυτοπεποίθηση, ίσως βρεί το δρόμο της έστω και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ξεκινήσει τη συζήτηση. Αλλά νομίζω ότι στην αρχή της ταινίας, θα δείτε ότι η Tessa φοβάται ακόμα και να ανοίξει το τηλέφωνό της.
-Το παρατσούκλι της Julie είναι το «ρακέτα». Σε ένα πιο ανάλαφρο πνεύμα, μου επιτρέπεται να ρωτήσω αν έχετε κάποιο και την ιστορία πίσω από αυτό;
– Έχω δύο. Συχνά με λένε Λέο, αλλά η μαμά μου που είναι Ιταλίδα, προτιμά το σύντομο του Λεονάρντο, δηλαδή Ντίνο. Οπότε κάποιοι με φωνάζουν Ντίνο (χαϊδευτικά). Και αυτό είναι σαν να με λένε μικρό Λίο (λιονταράκι).
-Είστε υποψήφιος για το βραβείο Lux ένα πολύ σημαντικό βραβείο, διότι παρουσιάζει τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πώς αισθάνεστε που είστε υποψήφιος και πόσο σημαντικό θα ήταν για εσάς αν κερδίζατε αυτό το βραβείο;
-Το ότι είμαι υποψήφιος, είναι από μόνο του φανταστικό γιατί ο τρόπος που λειτουργεί αυτή η υποψηφιότητα (σ.σ. οι καλλιτέχνες ταξιδεύουν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπου η ταινία τους μεταφράζεται και προβάλλεται δωρεάν στις αντίστοιχες γλώσσες, ξεκινώντας διάλογο με το κοινό) δημιουργεί μια τόσο μεγάλη πλατφόρμα σε όλη την Ευρώπη για να μιλήσουμε για τη διασφάλιση. Ξέρετε, τα ασφαλή αθλήματα και οι ασφαλείς πρακτικές για τα παιδιά είναι σημαντικό θέμα. Είμαι πραγματικά ευγνώμων γι’ αυτό. Και φυσικά, αν κερδίσω, αυτό θα ήταν φανταστικό γιατί θα μπορούσα να πάω στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να παροτρύνω την πολιτική να δημιουργήσει τα απαραίτητα πλαίσια μέσα στα οποία μπορούμε να δημιουργήσουμε ασφαλή περιβάλλοντα και να λειτουργούμε με ασφάλεια. Αλλά την ίδια στιγμή, έχετε και εσείς (στην Ελλάδα) επίσης μια σπουδαία ταινία από τη Σόφια [Εξάρχου] -που είναι και αυτή υποψήφια- και μιλάει για τον τουρισμό. Αν κερδίσει το «Animal», θα είμαι εξίσου χαρούμενος και θα χαρώ, γιατί όλες οι ταινίες που επιλέγονται με αυτόν τον τρόπο είναι σημαντικές καθώς καταπιάνονται με σημαντικά θέματα. Οπότε για μένα ήδη η υποψηφιότητα από μόνη της είναι η μεγαλύτερη νίκη. Και νομίζω ότι πραγματικά μου δίνει αυτή τη δύναμη να πάω και να αρχίσω να μοιράζομαι τις σκέψεις μου με την πολιτική και να ευαισθητοποιήσω τους πολίτες σχετικά με την προστασία και τις ασφαλείς πρακτικές για τα παιδιά. Και είναι φανταστικό που μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο με μια ταινία, γιατί όταν γράφεις (το σενάριο) και γυρίζεις μια ταινία, δεν σκέφτεσαι πάντα την πραγματική επιρροή που μπορείς να έχεις και τον αντίκτυπο που θα μπορούσες να δημιουργήσεις.

-Ο κακοποιητής στην ταινία δεν απεικονίζεται ως κακός άνθρωπος. Φαίνεται σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος που ξέρει να χειραγωγεί τα θύματά του.
-Λοιπόν, νομίζω ότι στις λίγες σκηνές που τον βλέπουμε ή τον ακούμε, στις σκηνές δηλαδή που τον αναγνωρίζουμε με το πρόσωπό του, καταλαβαίνουμε με ποιο τρόπο λειτουργεί και πως χειραγωγεί τα θύματά του. Είναι «πολύ καλός στο να το κάνει»· τα πάντα αφορούν αυτόν και την ύπαρξή του. Και ο τρόπος που πιστεύει ότι έγιναν τα γεγονότα, το προσωπικό του αφήγημα, ενισχύει τους στόχους του καθώς πείθει τα θύματά του ότι δεν κάνει κάτι παρά τη θέλησή τους και αυτό του δίνει τη δυνατότητα να ενεργεί όπως ενεργεί με αυτόν τον τρόπο. Στην έρευνά μου σχετικά με αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς των «αρπακτικών» με αυτόν τον τρόπο, είναι σαν να έχουν μια πολύ ναρκισσιστική πρόθεση. Πιστεύουν ότι το θέμα είναι πάντα εκείνοι. Μπορείτε να δείτε την αντίθεση για παράδειγμα, ως προς το πώς ο νέος προπονητής (στην ταινία) συμπεριφέρεται επειδή απλά ξέρει ότι ο κόσμος δεν γυρίζει γύρω από τη δική του βαρύτητα. […] Δεν αναζητά την επιβράβευση γιατί είναι καλός στη δουλειά του. Ούτε υπονοεί στις αθλήτριες ότι εκείνος τις «δημιούργησε». Δεν τις κάνει να νιώθουν ότι είναι «δημιουργήματά του» και θα ζήσουν υπό τις οδηγίες του. Και έτσι, αυτή η σκηνή ήταν για μένα μια έκθεση προς το σύστημα αρκετά ξεκάθαρη ώστε να μπορείς να δεις ως ενήλικας, ότι αυτό δεν είναι υγιές για ένα παιδί, όμως να μπορείς να το δείξεις σε ένα παιδί… Το βλέπεις μέσα από τα μάτια της Julie, χωρίς να καταλαβαίνεις απόλυτα τι κάνει, γιατί… αυτό είναι το ταλέντο του. […] αντί να εκθέτω τη βία ή την κακοποίηση πολύ γραφικά, επιλέγω τη «σωματική υπόσταση» αυτού. Είπα, «όχι, πρέπει να ξεκινήσουμε από τις ρίζες (του κακού) όπου ξεκινάει». Ο τρόπος να το παρουσιάσω ήταν κάνοντας τον κακοποιητή προσιτό στο θεατή, γιατί τέτοιοι άνθρωποι κακοποιούν (σ.σ. όχι τέρατα στην όψη). Έχει να κάνει με το πώς κάποιος χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να χειραγωγήσει, να επαναπρογραμματίσει την αίσθηση του εαυτού κάποιου άλλου. Και μόλις γίνει αυτό, μπορεί να τον καθοδηγήσει οπουδήποτε. Αλλά για μένα ήταν σημαντικό να επικεντρωθώ στις ρίζες του προβλήματος. Γιατί δεν έχει τόση σημασία να αρχίσεις να εντοπίζεις αυτή τη συμπεριφορά σε ενήλικες που αλληλεπιδρούν με ανηλίκους· πιο ουσιαστικό είναι να προβλέψεις τη διαδικασία, να παρέμβεις, να δημιουργήσεις μια κατάσταση όπου η Julie (και κάθε Julie) θα είναι ελεύθερη και αθώα και δεν θα βιώσει τη θλιβερή αδικία που περνάει στο φάσμα της ενηλικίωσης της.
-Ειδικά για το ελληνικό κοινό, η ταινία σας έχει και ένα ακόμα σημαντικό νόημα, γιατί το #MeToo ξεκίνησε από μια πολύ γνωστή αθλήτρια που εξέθεσε ένα μέρος της ιστορίας της, ανοιχτά, στο κοινό.
-Καλά, το σπουδαίο είναι το γεγονός ότι όντως είχατε αυτή την εμπειρία. Και ξέρω ότι από αυτό ξεκίνησαν συζητήσεις και ντοκιμαντέρ. Όταν πήγα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το «Η Τζούλι Μένει Σιωπήλη» στην πραγματικότητα αυτό το γεγονός έκανε τόση δουλειά από μόνο του, που η ταινία μου αποτέλεσε έναν χαλκά στον διάλογο που ακολούθησε. Μερικές φορές πηγαίνω σε φεστιβάλ όπου πρέπει να ξεκινήσω κάπου από την αρχή εξηγώντας τις καταστάσεις, γιατί δεν είχαν βιώσει ακόμα αυτό το είδος του σεισμού. [Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν πιο απλά γιατί] οι συζητήσεις που κάνω (σ.σ. μετά την ταινία) και οι ερωτήσεις που μου κάνουν, ήταν εύστοχες. Με ρωτάτε για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως κάνατε και εσείς, πηγαίνετε το διάλογο ήδη πιο μακριά επειδή έχετε ήδη αυτήν την ευαισθητοποίηση. Οπότε δεν χρειάζεται να πείσω στην πραγματικότητα το ελληνικό κοινό ή «να πω αυτό» ή «εκείνο», γιατί ο αντίκτυπος φαίνεται αμέσως. Μπορεί να μην θυμάμαι το όνομά της ελληνίδας αθλήτριας, αλλά έκανε ήδη αυτή για εμένα τη δουλειά (και την ευχαριστώ). Και, άνοιξε την πόρτα και στη «Τζούλι», ώστε να γίνει πιο κατανοητό το πρόβλημά της. Και είμαι εξαιρετικά ευγνώμων γι’ αυτό, όπως και για όλους όσοι είχαν το θάρρος να μιλήσουν, να σπάσουν αυτή τη σιωπή, γιατί αυτό απαιτεί τεράστια δύναμη και θάρρος για να το κάνει κάποιος. Και στο τέλος, και αυτό είναι κάτι που λέω πάντα όταν κάποιος με ρωτάει, (η Τζούλι) δεν το κάνει για τον εαυτό της. Το κάνει για εμάς, ώστε να μπορούμε να ζήσουμε ελεύθεροι. Και σε έναν κόσμο που επικρατεί περισσότερη ισορροπία και δικαιοσύνη· δεν το κάνει για τον εαυτό της. Είναι θυσία για την κοινότητα. Έτσι, λοιπόν, είμαι πραγματικά ευγνώμων που οι άνθρωποι (σ.σ. όπως η Σοφία Μπεκατώρου) έχουν το θάρρος να μιλήσουν.
www.ertnews.gr
Πηγή: ertnews.gr