H διαλείπουσα νηστεία (intermittent fasting, IF) κερδίζει ραγδαία δημοτικότητα ως εργαλείο απώλειας βάρους και βελτίωσης της υγείας.
Μια έρευνα του 2024 έδειξε ότι έως και το 13% των Αμερικανών ακολούθησαν ένα πρόγραμμα διαλείπουσας νηστείας τον προηγούμενο χρόνο.
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η διαλείπουσα νηστεία δεν είναι δίαιτα, αλλά ένα διατροφικό μοτίβο αφού αφορά το πότε και πόσο συχνά καταναλώνεται η τροφή ενώ μια δίαιτα καθορίζεται από το τι τρώγεται και σε ποιες ποσότητες.
Ενας τύπος διαλείπουσας νηστείας είναι η χρονικά περιορισμένη διατροφή όπου το άτομο περιορίζει το χρονικό παράθυρο κατανάλωσης τροφής σε 6-8 ώρες και νηστεύει περίπου 18 ώρες κάθε μέρα. Ενα άλλο μοτίβο είναι η δίαιτα 5:2, όπου το άτομο τρώει κανονικά για 5 ημέρες την εβδομάδα και τις υπόλοιπες 2 ημέρες καταναλώνει μόνο ένα μέτριο γεύμα (500-700 θερμίδες).
Το σύγχρονο διατροφικό μοτίβο των τριών γευμάτων και των σνακ είναι μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε υπερκατανάλωση τροφής και παχυσαρκία, ειδικά σε συνδυασμό με καθιστική ζωή.
Οι άνθρωποι εξελίχθηκαν σε συνθήκες σχετικής έλλειψης τροφής, καθιστώντας τη νηστεία ένα συχνό φαινόμενο. Οι πρόγονοί μας έπρεπε να αναζητούν ή να κυνηγούν την τροφή τους. Οταν δεν έτρωγαν, έπρεπε να έχουν ενέργεια για να βρουν το επόμενο γεύμα τους. Αυτοί που μπορούσαν να λειτουργούν αποτελεσματικά σε κατάσταση νηστείας επιβίωσαν και μετέφεραν τα γονίδιά τους στις επόμενες γενιές.
Η διαλείπουσα νηστεία περιορίζει την πρόσληψη θερμίδων και αξιοποιεί τις προσαρμογές που επέτρεψαν στους προγόνους μας να επιβιώσουν σε περιόδους έλλειψης τροφής.
Με τη νηστεία, το σώμα μεταβαίνει στη χρήση κετονών από το λίπος ως εναλλακτική πηγή ενέργειας, όταν εξαντληθούν τα αποθέματα γλυκόζης στο ήπαρ.
Πολλοί πιστεύουν ότι η εναλλαγή μεταξύ περιόδων αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου – σύντομες νηστείες και/ή άσκηση – και θετικού ενεργειακού ισοζυγίου – κατανάλωση τροφής και ξεκούραση – μπορεί να βελτιστοποιήσει τη γενική υγεία αλλά και την υγεία του εγκεφάλου.
Ερευνες έχουν δείξει ότι η IF μπορεί να μειώσει το σωματικό βάρος, την αντίσταση στην ινσουλίνη, τη φλεγμονή και να βελτιώσει την υγεία του εγκεφάλου και γενικότερα την καρδιαγγειακή υγεία.
Παρά τα οφέλη εντούτοις δεν είναι κατάλληλη για όλους. Δεν συνιστάται σε εγκύους, θηλάζουσες γυναίκες, άτομα με διατροφικές διαταραχές, διαβήτη τύπου 1 ή άτομα μεγάλης ηλικίας και ευπαθή.
Πιθανές παρενέργειες περιλαμβάνουν υπογλυκαιμία, ζάλη και αδυναμία, ειδικά σε όσους λαμβάνουν αντιδιαβητικά φάρμακα. Οι ειδικοί συνιστούν να υιοθετείται με καθοδήγηση και εξατομίκευση, αποφεύγοντας ακραίες ή μη βιώσιμες προσεγγίσεις.
Ο Κώστας Τσιούφης είναι καθηγητής Καρδιολογίας ΕΚΠΑ – Α’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών
Πηγή: tanea.gr