Mark Wolper: «Η Αμερική αγαπάει το Weird Wave της Ελλάδας» – Συνέντευξη με τον παραγωγό μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών

Mark Wolper

Ο Mark Wolper γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1960 στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια και είναι μια δυναμική και καινοτόμος προσωπικότητα στον χώρο του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Με μια καριέρα που εκτείνεται σε δεκαετίες, έχει καταξιωθεί ως παραγωγός και σκηνοθέτης, φέρνοντας στη ζωή έργα που συνδυάζουν δυνατές αφηγήσεις, υψηλή παραγωγική αξία και έντονη κινηματογραφική αισθητική.

Γνωστός για την παραγωγή του δικαστικού δράματος «Φόνος σε Πρώτο Βαθμό» (1995), του αναμενόμενου horror remake «Salem’s Lot» (2024) και της προκλητικής ντοκιμαντερίστικης σειράς «Penn & Teller: Bullshit!» (2003), ο Wolper έχει αποδείξει την ικανότητά του να χειρίζεται ποικίλα είδη, από το θρίλερ μέχρι τη σάτιρα και τον τρόμο.

Ως άνθρωπος με όραμα, κληρονόμησε το πάθος του για την ψυχαγωγία και την αφήγηση από τον πατέρα του, τον θρυλικό παραγωγό David L. Wolper, που μας έχει χαρίσει από τον «Τσάρλυ και το Εργοστάσιο Σοκολάτας» μέχρι το «Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό», και έχει συνεχίσει να επηρεάζει τον χώρο του θεάματος με το δικό του μοναδικό αποτύπωμα. Δεσμευμένος στην ποιότητα και τη δημιουργική καινοτομία, παραμένει μια ηγετική μορφή στην παραγωγή κινηματογραφικών και τηλεοπτικών έργων που κεντρίζουν τη σκέψη και συναρπάζουν το κοινό.

Ο Mark Wolper γεννήθηκε αλλά δεν μεγάλωσε στη βιομηχανία του θεάματος. Πέρασε τα σχολικά του χρόνια στην Ελλάδα που τον ενέπνευσαν να επιστρέψει στη γενέτειρα του και εκεί, μαζί με τον πατέρα του αλλά και από μόνος του, να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο κοινό της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Τον συναντήσαμε σε Ελληνικό έδαφος, συγκεκριμένα στο σχολείο όπου φοίτησε, και μας μίλησε για τις εμβληματικές σειρές που γύρισε, όπως το σίκουελ του «Ρίζες» και «Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας»,  για τη συνεισφορά της Ελλάδας στον πολιτισμό, τον Γιώργο Λάνθιμο και τα Ομηρικά έπη που μεταφέρει ο Κρίστοφερ Νόλαν σε Ελληνικό έδαφος, ενώ απάντησε και στα σχόλια του Γκάι Πιρς προς την απρεπή συμπεριφορά του Κέβιν Σπέισυ στα γυρίσματα ταινίας όπου εργάστηκε και εκείνος.

Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Ρωμανό Λιζάρδο

-Πώς σας ήρθε η «έμπνευση» στην Ελλάδα να ασχοληθείτε με τη βιομηχανία του θεάματος; Θέλω να πω, η Ελλάδα δεν ήταν το κέντρο της κινηματογραφικής βιομηχανίας και δεν είχαμε πολύ καλό υπόβαθρο (σ.σ. στα φοιτητικά σας χρόνια) στη δημιουργία ταινιών.

-Νομίζω ότι η Ελλάδα είχε πάντα μια ιστορία στις τέχνες, σωστά; Και στη φιλοσοφία και στις τέχνες. Έτσι ήμουν στην πραγματικότητα σπουδαστής της λογοτεχνίας, μου άρεσαν τα βιβλία, μου άρεσε να διαβάζω βιβλία, ειδικά τα κλασικά ελληνικά, ξέρετε, τα έπη του Οδυσσέα και του Ομήρου μέχρι τον Αριστοτέλη και όλα αυτά τα φανταστικά έργα (των κλασσικών). Έτσι άρχισα να πιστεύω ότι ήθελα να σπουδάσω λογοτεχνία, και έφυγα από εδώ αγαπώντας και εκτιμώντας τη λογοτεχνία, ειδικά την ελληνική λογοτεχνία. Όταν έφτασα στις Ηνωμένες Πολιτείες, θυμάμαι ότι συνειδητοποίησα ότι η ανάλυση ενός βιβλίου είναι ακριβώς το ίδιο με την ανάλυση μιας ταινίας, μόνο που έχει περισσότερες παραμέτρους, γιατί μπορείς να αναλύσεις τη μουσική, τους διαλόγους, τις ερμηνείες των ανθρώπων, την κινηματογράφηση. […] Υπάρχουν λοιπόν συνδέσεις της λογοτεχνία στον κινηματογράφο, με έμφαση-σημείο εκκίνησης στον Όμηρο.

-Βλέπουμε ότι στην αμερικανική βιομηχανία, φοβόντουσαν μέχρι πρόσφατα να αγγίξουν το θέμα της «Οδύσσειας» του Ομήρου, αλλά φέτος που γύρισαν την ταινία «η Επιστροφή» [πάνω σε Ομηρικές ραψωδίες], και τώρα ο Κρίστοφερ Νόλαν κάνει επίσης μια διασκευή των επών του Ομήρου. Γιατί πιστεύετε ότι τώρα είναι η στιγμή; Γιατί ειδικά στις μέρες μας, ο Όμηρος μπορεί να πάρει τη θέση που του αξίζει στη διεθνή βιομηχανία [θεάματος];

-Ίσως επειδή η βιομηχανία θεάματος είναι πλέον διεθνής. Πλέον συγγραφείς όπως ο Όμηρος, συγγραφείς από την Κορέα, την Αφρική και τη Ναμίμπια έχουν όλοι την ευκαιρία να πουν τις ιστορίες τους. Τώρα, επειδή είμαστε τόσο παγκοσμιοποιημένοι ως πολίτες, δεν μας πειράζει να βλέπουμε ταινίες/ιστορίες από διαφορετικές χώρες. Υπήρχε μια εποχή που ήμασταν εθνοκεντρικοί, και τότε όλοι ήθελαν να βλέπουν μόνο ταινίες στη χώρα τους από τους δικούς τους ανθρώπους. Τώρα θέλουν να βλέπουν ταινίες από όλον τον κόσμο. Και έτσι αυτή την εποχή μπορούν επιτέλους να ειπωθούν ιστορίες όπως η «Οδύσσεια».

-Μήπως είναι ένα επακόλουθο των πλατφορμών εξαιτίας της κρίσης του κόβιντ (και εγκλεισμού); Ξέρετε, όλες οι πλατφόρμες, κυκλοφόρησαν ταινίες διεθνείς, αρχικά και σε μεταγλωττισμένη έκδοση. Έτσι, από τη μία πλευρά, η μεταγλώττιση, την οποία προσωπικά δεν υποστηρίζω καθώς εξαλείφει τη δύναμη που έχει ο πρωτότυπος διάλογος, έγινε ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της βιομηχανίας για να συναντήσει και να χαιρετήσει άλλους σκηνοθέτες από όλον τον κόσμο.

-Ναι, νομίζω ότι κάνεις μια πολύ καλή παρατήρηση ότι κατά τη διάρκεια του κόβιντ, ο κόσμος κατανάλωνε υλικό όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο σπίτι του και ξαφνικά άρχισε να συνειδητοποιεί ότι Έλληνες και Γάλλοι και Κορεάτες έκαναν φανταστικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, και τις έβλεπε για πρώτη φορά και στη γλώσσα τους, και με επιλογή υποτιτλισμού, έτσι μπήκαν στην καθημερινότητά του. Και ως αποτέλεσμα αυτού, όλος ο κόσμος παρακολουθεί πλέον τις ταινίες όλων των άλλων. Και παρεμπιπτόντως, [πλέον] δεν θέλουν να τις δουν μεταγλωττισμένες. Θέλουν να τις ακούσουν στην αυθεντική γλώσσα και να δουν τους υπότιτλους.

-Πριν από μερικά χρόνια, συναντήθηκα με τον Alexander Payne και του έκανα ίσως μια αφελή ερώτηση, η απάντηση της οποίας με ιντρίγκαρε πολύ. Και θα τη μοιραστώ μαζί σας, γιατί θα ήθελα να μάθω και τη δική σας γνώμη σχετικά με αυτό. Τον ρώτησα αν πιστεύει ότι η ελληνική αγορά είναι έτοιμη να παράγει διεθνείς ταινίες και να δημιουργήσει και κάποιους διεθνείς σταρ, και μου απάντησε ότι αν δεν έχεις την (τοπική) Σοφία Λόρεν, την Πενέλοπε Κρουζ, τον Χαβιέ Μπαρδέμ, τον Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, είναι αδύνατο να δημιουργήσεις μια βιομηχανία, γιατί χρειάζεσαι έναν σταρ να επιστρέψει στη χώρα του και να βοηθήσει τη βιομηχανία να αναπτυχθεί. Ποιες είναι οι σκέψεις σας σχετικά με αυτό;

-Συμφωνώ ότι είναι σημαντικό να υπάρχει ένας σταρ για να βοηθήσει τη βιομηχανία κάθε χώρας να αναπτυχθεί, αλλά υποστηρίζω ότι ο σταρ δεν χρειάζεται να είναι ηθοποιός. Θα μπορούσε να είναι ένας σκηνοθέτης, που η Ελλάδα έχει τώρα έναν σκηνοθέτη που έχει προταθεί για Όσκαρ. Και εκείνος, έχει γίνει ο σταρ για την Ελλάδα. Ήταν αυτός που άνοιξε την ελληνική κινηματογραφική αγορά στον υπόλοιπο κόσμο και έκανε τον κόσμο να το εκτιμήσει αυτό. Πώς το λένε [το είδος]; Υπάρχει μια λέξη που χρησιμοποιούμε στο Χόλιγουντ για τις [πρόσφατες] ελληνικές ταινίες.

-Λέγεται Weird Wave.

-Ακριβώς. Η Αμερική αγαπάει το Weird Wave της Ελλάδας. Ξέρετε, τώρα έχει ανθίσει σε αυτή τη μεγάλη βιομηχανία. Και ως αποτέλεσμα αυτού, η ελληνική βιομηχανία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και σε άλλους τομείς, όπως τα πιο εμπορικά έργα, τις ταινίες δράσης […].

– Είναι αρκετός ο Λάνθιμος για να βοηθήσει τη βιομηχανία να αναπτυχθεί;

-Χρειάζεται πολύς κόσμος. Χρειάζεται ένα χωριό. Αλλά αυτός είναι η αρχή. Είναι ο πρώτος «δήμαρχος», σωστά; Ο σημερινός «δήμαρχος». Υπήρξαν σπουδαίοι μουσικοί, συνθέτες με την πάροδο του χρόνου που υπήρξαν επίσης πρεσβευτές της Ελλάδας. Με την πάροδο του χρόνου, όλα αυτά, σωστά; Υπήρξαν μερικοί σπουδαίοι πρεσβευτές της κινηματογραφικής βιομηχανίας εδώ στην Ελλάδα. Και αυτός είναι απλώς ένας ακόμη και ελπίζω ότι η βιομηχανία θα ανθίσει. Ελπίζω να έρθω εδώ για να γυρίσω μια ολόκληρη τηλεοπτική σειρά στην Ελλάδα.

-«Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας» (το πρώτο και το δεύτερο μέρος) ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στη δημόσια τηλεόραση.

-Μου αρέσει να το ακούω αυτό. Αυτό είναι υπέροχο.

-Το βγάλαμε στη δημόσια τηλεόραση τότε, όταν κυκλοφόρησε και στις Ηνωμένες Πολιτείες, και πολλά χρόνια μετά προσπάθησαν να το μιμηθούν. Και αυτό που ήταν αρκετά ενδιαφέρον καθώς μια σειρά σχεδόν με το ίδιο θέμα, 25 ή 30 χρόνια μετά την αρχική κυκλοφορία, είχε ακόμα τη δύναμη να αγγίζει τις ψυχές των άλλων ανθρώπων, ακόμα και ως ελληνοποιημένη inspired by απόδοση (σ.σ. «Άγγιγμα Ψυχής»). Πώς αισθάνεστε γνωρίζοντας ότι συμμετείχατε στη βιομηχανία προσφέροντας μια ιστορία που εξακολουθεί να έχει δύναμη;

-Λοιπόν, μου αρέσει να ακούω όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να μιμηθούν τη δουλειά μου, γιατί ξέρετε τι λένε, ότι «η μίμηση είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο». Έτσι, η ιδέα ότι ένα έργο στο οποίο συμμετείχα θα μπορούσε να έχει τόση δύναμη, ειδικά στη χώρα που μεγάλωσα, είναι το πιο σπουδαίο πράγμα. Δεν ήξερα καν ότι ήταν τόσο επιτυχημένο. Το να ακούω λοιπόν ότι το «Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας» ήταν πολύ επιτυχημένο εδώ είναι εκπληκτικό. [Όπως] και γνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι το αντέγραψαν και το μιμήθηκαν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που θα μπορούσα να ακούσω, και χαίρομαι που πήγε καλά, επειδή κάνουμε τώρα ένα ολοκαίνουργιο remake του «Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας». Ένα μεγάλο, τεράστιου προϋπολογισμού remake του «Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας», το οποίο βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή στη διαδικασία να αρχίσουμε να γυρίζουμε στην Αυστραλία.

-Θα μοιάζει με την παλιά σειρά και το σίκουέλ της;

-Είμαστε πολύ κοντά στο πρωτότυπο, σίγουρα πιο εκσυγχρονισμένο και το βλέπουμε λίγο διαφορετικά, αλλά εξακολουθεί να είναι εποχής. Εξακολουθεί να είναι ένα κομμάτι εποχής, ένα ιστορικό κομμάτι. Και το γυρίζουμε όλο στην Αυστραλία. Το πρώτο, το γυρίσαμε στο Λος Άντζελες. Έτσι τώρα είμαστε πιο αυθεντικοί και το γυρίζουμε εκεί που πρέπει να γυριστεί.

-Προσφέρατε επίσης στη βιομηχανία κάτι πολύ σημαντικό, ειδικά τότε με τις τηλεοπτικές σειρές των «Roots» («Ρίζες») και όλα τα spin offs των «Roots» («Ρίζες: Το Δώρο», «Ρίζες: Η Επόμενη Γενιά» κ.λπ.). Τότε, αρχίσαν να μιλάνε ανοιχτά για τον ρατσισμό, για το πώς η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δυστυχώς, ο ρατσισμός επέστρεψε. Δεν πρόκειται να εμβαθύνω πάρα πολύ σε αυτό το θέμα, επειδή η κατάσταση είναι πάρα πολύ κρίσιμη σε όλον τον κόσμο σχετικά με το τι είναι ο ρατσισμός στις μέρες μας και γιατί επανέρχεται […] και εξακολουθεί να υπάρχει. Θα ήθελα τις σκέψεις σας σχετικά με αυτό. Πώς πιστεύετε ότι αυτή η τηλεοπτική σειρά αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο για τουλάχιστον 30 χρόνια οι άνθρωποι προσέγγιζαν την ιδέα του ρατσισμού [και ποια η γνώμη σας για τη σημερινή κοινωνία];

-Λοιπόν, ένα από τα σπουδαία πράγματα στη βιομηχανία του θεάματος εκτός από το να είσαι σκηνοθέτης, είναι να είσαι απλά παραγωγός. Δεν σκηνοθετώ, αλλά είμαι παραγωγός, και δεν είμαι ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων. Δεν είμαι πολιτικός. Δεν είμαι δημοσιογράφος που γράφει τι συμβαίνει στον κόσμο ή μυθιστοριογράφος ή κάτι τέτοιο. Έτσι, το όπλο μου για να προσπαθήσω να αλλάξω τα πράγματα στον κόσμο -που πιστεύω ότι πρέπει να αλλάξουν- είναι μέσω της κινηματογραφίας, μέσω της δημιουργίας ταινιών που μιλούν για το τι συμβαίνει στον κόσμο, ποια είναι τα κακώς κείμενα στον κόσμο, ποια είναι τα πράγματα που θέλουμε να διορθώσουμε στον κόσμο. Ποια είναι τα πράγματα που φοβίζουν τους ανθρώπους στον κόσμο. Ο πατέρας μου έκανε το αρχικό «Roots», και στη συνέχεια έκανα εγώ το ριμέικ πριν από περίπου δέκα χρόνια που ήταν εξίσου επιτυχημένο με αυτό του πατέρα μου. Και αυτό ήταν το όπλο μου για να καταπολεμήσω τα πράγματα που έβλεπα ως άρρωστα στον κόσμο. Το πρώτο «Roots» έγινε πριν από 30, σχεδόν 40 χρόνια, και έτσι κανείς από τους νέους του κόσμου δεν θα έβλεπε μια παλιά έκδοση. Αλλά η ιστορία ήταν σημαντική. Έπρεπε να ειπωθεί ξανά. Έτσι αποφασίσαμε να το ξανακάνουμε στη σημερινή γλώσσα της νεολαίας και στη γλώσσα της βιομηχανίας του σήμερα, ώστε να μπορέσουμε να ξαναδιηγηθούμε την ιστορία, γιατί δεν μπορούμε ποτέ να ξεχάσουμε τα κακώς κείμενα που ήμασταν υπεύθυνοι για αυτά. Και ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος για να υπενθυμίσουμε στους ανθρώπους τι έχει συμβεί στο παρελθόν.

-Το «Roots», ήταν η πρώτη τηλεοπτική σειρά που κυκλοφόρησε στο ευρύ κοινό σε κασέτες VHS. Τότε. Ξέρετε, η βιομηχανία των βίντεο κλαμπ ήταν κάτι τεράστια και μέσω αυτού του είδους της κυκλοφορίας, άρχισαν να βάζουν και άλλες τηλεοπτικές σειρές στα ράφια των βίντεο κλαμπ. Αναφέρατε μια υπέροχη ιστορία για το πώς κυκλοφόρησαν οι «Ρίζες» στην Αφρική. Θα σας πείραζε να μοιραστείτε ξανά αυτή την ιστορία;

-Όταν λοιπόν γυρίζαμε το νέο remake του «Roots» («Ρίζες»), γυρίσαμε το μεγαλύτερο μέρος του στη Νότια Αφρική για να είμαστε πολύ αυθεντικοί στην εποχή. Ήταν πολύ ενδιαφέρον που είμασταν εκεί, για να κάνουμε μια τηλεοπτική σειρά που, να θυμίσω, όταν βγήκε η πρώτη της έκδοση, δεν επιτρεπόταν καν να την παρακολουθήσουν. Ήταν παράνομο να βλέπεις τις «Ρίζες». Και πώς πιστεύετε ότι έβλεπαν την πρώτη της έκδοση; Τους ρώτησα. Ρώτησα τις οικογένειες, και μου είπαν ότι συνήθιζαν να εισάγουν κρυφά VHS των Ριζών με παράνομα τσιγάρα. Τα τσιγάρα, ήταν και αυτά επίσης παράνομα, αλλά με λιγότερες νομικές συνέπειες από ότι οι παράνομες VHS με τη σειρά «Ρίζες». Έτσι, έβαζαν τη βιντεοκασέτα (στις κούτες με τα) τσιγάρα που είχαν εισαχθεί. Μια οικογένεια το έβλεπε «στα κρυφά». Όταν τελείωναν την παρακολούθηση, την έδιναν στο διπλανό σπίτι. Εκείνο το σπίτι το έβλεπε. Στη συνέχεια, το ίδιο VHS θα το έδιναν στο επόμενο σπίτι, και έτσι με μόλις δύο βιντεοκασέτες το έβλεπε όλη η γειτονιά, μέχρι που σχεδόν όλοι στη Νότια Αφρική θα το είχαν δει. Στη συνέχεια πήγαιναν ακόμη και μηχανήματα βίντεο στις φυλές, τα συνέδεαν με γεννήτριες, ώστε οι φυλές που δεν είχαν τηλεόραση ή ηλεκτρικό ρεύμα να μπορούν επίσης να δουν την ιστορία, χρησιμοποιώντας όλα αυτά τα πειρατικά VHS.

-[…] Τη δεκαετία του ’80 ο κινηματογράφος τροφοδοτούσε τις σειρές, τώρα όμως μάλλον γίνεται το αντίθετο καθώς επί εγκλεισμού, πολλές αίθουσες έκλεισαν και το κοινό στράφηκε στο streaming. Βλέπετε στο βάθος του τούνελ επάνοδο των μεγάλων οθονών;

-Λοιπόν, δύο πραγματικά ενδιαφέροντα πράγματα συνέβησαν πριν από τον COVID. Η κινηματογραφική βιομηχανία τα πήγαινε πολύ καλά και είχαμε πλατφόρμες streaming που στο εμπορικό κύκλωμα και εκείνες τα πήγαιναν καλά. Όταν χτύπησε ο Covid, συνέβη κάτι πολύ ενδιαφέρον. Η ιδέα ότι ο κόσμος θα έβλεπε ταινίες στο σπίτι ξαφνικά μετατράπηκε σε ανάγκη, όχι επιλογή· και ο κόσμος άρχισε να βλέπει ταινίες στο σπίτι, άρχισε να βλέπει άλλες παραγωγές στην τηλεόραση και άρχισε να συνειδητοποιεί, καλώς ή κακώς, ότι δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε πια στον κινηματογράφο. «Είμαστε πολύ άνετα να τα βλέπουμε αυτά στο σπίτι». Το άλλο πράγμα που συνέβη, το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον, είναι ότι η τεχνολογία αναβαθμίστηκε. Έτσι, μπορείτε να έχετε όλοι σας μια μεγάλη οθόνη τηλεόρασης στο σπίτι, μπορείτε να έχετε ένα καλό ηχοσύστημα, οπότε μπορείτε να κάνετε την εμπειρία του κινηματογράφου σχεδόν εξίσου καλή στο σπίτι όσο στο σινεμά. [Εντάξει, ποτέ τόσο καλή, αλλά αρκετά κοντά σε αυτή την ποιότητα]. Έτσι, νόμιζαν ότι οι υπηρεσίες streaming και η τηλεόραση θα αντικαθιστούσαν τις κινηματογραφικές αίθουσες. Ο Covid απλά το επιτάχυνε, και αντί να γίνει με άλλο τρόπο, έγινε έτσι. Και ξαφνικά οι άνθρωποι προτιμούν τώρα να βλέπουν πράγματα στο σπίτι. Και οι κινηματογραφικές αίθουσες έχουν μεγάλο πρόβλημα αυτή τη στιγμή. Δεν θα δείτε μια ρομαντική κωμωδία ή μια κανονική κωμωδία ή οποιαδήποτε ανεξάρτητη ταινία στις κινηματογραφικές αίθουσες. Θα δείτε μόνο ταινίες αξίας 150 έως 200 εκατομμυρίων δολαρίων, μεγάλες επικές ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες. Οι ρομαντικές κωμωδίες θα βλέπονται όλες στο σπίτι.

-Πώς αισθάνεστε που από μια μικρή πόρτα μπήκατε στον κόσμο του Άλφρεντ Χίτσκοκ, δημιουργώντας το «Bates Motel», το οποίο είχε τεράστια επιτυχία και εδώ στην Ελλάδα.

-Πολλοί άνθρωποι παραπονιούνται ότι το Χόλιγουντ συνεχίζει να κάνει remake και να ξανακάνει (τις ίδιες) ταινίες ξανά και ξανά, αλλά στην πραγματικότητα πιστεύω ότι αυτό είναι σπουδαίο πράγμα, γιατί ως δημιουργός και κινηματογραφιστής, θέλεις να ερμηνεύεις ιστορίες. Φανταστείτε αν το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ είχε ανέβει μόνο μία φορά στο θέατρο Globe στην Αγγλία και δεν ανέβαινε ποτέ ξανά; Το νόημα της λογοτεχνίας και της τέχνης είναι να την επανεφεύρουμε, να ξαναλέμε την ιστορία με διαφορετικό τρόπο. Αυτό είναι μέρος της εκπληκτικής άσκησης της κινηματογραφικής δημιουργίας. Έτσι, μια από τις αγαπημένες μου ταινίες ήταν το «Ψυχώ», όπως σε όλους τους σινεφίλ. Οπότε θέλαμε να σκεφτούμε πώς μπορούμε να ξαναπούμε την ιστορία. Και είχαμε αυτή την καταπληκτική ιδέα για το «τι κάνει κάποιον τρελό». Και καταλήξαμε να συνειδητοποιήσουμε ότι την αφήγηση της ιστορίας θα τη βλέπαμε από την οπτική της μητέρας. Έτσι είπαμε την ιστορία αυτής της μητέρας, που έκανε τον γιο της τρελό. Κάναμε το prequel της ιστορίας του «Psycho» και το τελειώνουμε εκεί που ξεκίνησε η ταινία «Psycho» του Χίτσκοκ. Ήταν πολύ επιτυχημένο. Μας άρεσε τόσο πολύ που τώρα κάνουμε ένα άλλο ριμέικ του Χίτσκοκ, εμπνευσμένο από την ταινία με τίτλο «Ο άγνωστος του εξπρές».

-Αυτό ακούγεται ενδιαφέρον. Είναι βέβαια λίγο επικίνδυνο να κάνεις remake του Alfred Hitchcock.

-Υποκλίνομαι στον άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα τον τιμώ προσπαθώντας να κάνω remake μιας ταινίας.

-Θυμάστε την πρώτη φορά που είδατε το «Ψυχώ»;

-Ναι, το θυμάμαι. […] Λοιπόν, η πρώτη φορά που είδα το «Ψυχώ» ήταν όταν ήμουν στη σχολή κινηματογράφου του USC. Είχα ακούσει για αυτόν τον τύπο που λεγόταν Χίτσκοκ. Όλοι είχαν ακούσει για τον Χίτσκοκ, αλλά εγώ δεν ήξερα ποιος είναι ο Χίτσκοκ. Και τότε κάθεσαι και βλέπεις μια ταινία όπως το «Ψυχώ» και ξαφνικά συνειδητοποιείς (σ.σ. το μεγαλείο του). Τώρα όλοι μιλάνε για τον Alfred Hitchcock. Και είναι τιμή μου που έχω δημιουργήσει ένα prequel σε κάτι που έκανε, παίρνοντας την τέχνη του και επεκτείνοντάς την, βγάζοντάς την στον κόσμο, βρίσκοντας άλλες εκδοχές της, εξερευνώντας νέες ερμηνείες της. Αυτή είναι η διασκέδαση της τέχνης.

-Πριν από λίγες μέρες, ρώτησαν τον Rob Lowe για το πώς αισθάνεται που η γενιά της δεκαετίας του ’80 επιστρέφει στη βιομηχανία και εκείνος αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Demi Moore. […] επειδή συνεργαστήκατε μαζί του βγάζοντας τον ξανά στην επιφάνεια, τι θεωρείτε πως συμβαίνει με τους ηθοποιούς της δεκαετίας του ’80 και τώρα επαναφέρονται στη δράση; […]

-Πολύ συχνά, ξέρετε, αναλύουμε τι συνέβη σε έναν ηθοποιό, γιατί έγινε αντιδημοφιλής, και μετά έγινε ξανά δημοφιλής και μετά έγινε πάλι αντιδημοφιλής. Το θέμα είναι ότι ο ηθοποιός ήταν πάντα ταλαντούχος. Ήταν ταλαντούχος την πρώτη φορά. Ήταν ταλαντούχος. Τη δεύτερη φορά ήταν ταλαντούχος και την τρίτη φορά. Δύο πράγματα πρέπει να συνέβησαν. Είτε έκανε μια ταινία που ήταν κακή και δεν πήγε καλά, και όλοι σταμάτησαν να θέλουν να τον βλέπουν, είτε το κοινό για κάποιο λόγο, απλά βαρέθηκε να τον βλέπει. Αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν λιγότερο καλός ηθοποιός. Ήταν πάντα καλός ηθοποιός. Απλώς το κοινό έγινε επιλεκτικό και αποφάσισε ότι δεν ήθελε να τον βλέπει πια. Τι συμβαίνει λοιπόν; Οι άνθρωποι μεγαλώνουν. Τα μυαλά τους αλλάζουν, και ο ίδιος σπουδαίος ηθοποιός εξακολουθεί να είναι καλός και μπορεί να ξαναμπεί στη βιομηχανία και να είναι επιτυχημένος. Και αυτό έχει συμβεί σε πολλούς ανθρώπους, τον John Travolta, τον Rob Lowe, ο κατάλογος συνεχίζεται και συνεχίζεται, και οι άνθρωποι έχουν αυτά τα μεγάλα κενά στη βιομηχανία και στη συνέχεια επανασυνδέονται και πάλι με αυτήν.

-Πώς αισθάνεστε γνωρίζοντας ότι ο «Willy Wonka [και το εργοστάσιο σοκολάτας]» είναι μέρος της οικογενειακής σας παράδοσης;

-Μου αρέσει να μοιράζομαι στους ανθρώπους ότι η οικογένειά μας, ότι ο πατέρας μου συγκεκριμένα, έκανε τον «Willy Wonka και το εργοστάσιο σοκολάτας», γιατί είναι μια ταινία-κληρονομιά που βγήκε με τον Gene Wilder, και είναι απλά φανταστική. Είναι μεγάλη τιμή για μένα που είναι μέρος του οικογενειακού «δέντρου» των έργων που έχουμε κάνει και που είναι αποτέλεσμα της επιτυχίας του βιβλίου. Και στη συνέχεια, φυσικά, η ταινία μας που ακόμα και άλλοι άνθρωποι, που ο Burton έκανε μια εκδοχή της, και μετά πάλι βγήκε μια άλλη εκδοχή της. Οπότε (σ.σ. είναι μια παράδοση που) συνεχίζει να μεγαλώνει. Είναι σαν να φυτεύεις έναν μεγάλο σπόρο και βλέπεις πόσα κλαδιά μπορούν να βγουν από το ίδιο δέντρο.

-Ο Άντονι Χόπκινς είπε πριν από μερικά χρόνια όταν τον ρώτησαν για (την ταινία σας) το «Πέρα από τον Πικάσο», είπε ότι την αγαπάει πραγματικά, αλλά καταλαβαίνει γιατί δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Οι βιογραφίες που δεν είναι αγιογραφίες δυσφορούν τους θεατές καθώς αποκαθηλώνονται τα είδωλά τους.

-Το να βλέπεις τη σκοτεινή πλευρά ενός από τους πιο λαμπρούς καλλιτέχνες στον κόσμο, (δεν είναι αποδεκτό από όλους). Η εταιρεία μας λοιπόν είναι γνωστή για ιστορικά δράματα και βιογραφίες διάσημων ανθρώπων. Ξέρετε, κάναμε (ντοκιμαντέρ για) τον Τζον Λένον και κάναμε (την ταινία για) τον Πικάσο με τον Άντονι Χόπκινς όπως και (το ντοκιμαντέρ για) τον Έλβις. Οπότε αυτό είναι ένα από τα πλεονεκτήματα της εταιρείας μας. Μας αρέσει να το κάνουμε αυτό. Και παλεύουμε διαρκώς με το δίλημμα, όπως το αν πρέπει να απεικονίσουμε αυτό το διάσημο πρόσωπο με τρόπο που ο κόσμος γνωρίζει ή να το απεικονίσουμε με ειλικρίνεια όπως μπορεί να ήταν στην πραγματικότητα; […] Είναι μια πολύ δύσκολη επιλογή, γιατί μερικές φορές οι άνθρωποι θέλουν την αλήθεια, και μερικοί άνθρωποιαπλά δεν την αντέχουν. Σε αυτή την περίπτωση νομίζω ότι έχει να κάνει λιγότερο με την αλήθεια και περισσότερο με την ποιότητα της ταινίας, και ίσως να μην άρεσε στον κόσμο η ταινία για τον Πικάσο επειδή δεν την κάναμε όσο καλά μπορούσαμε. Ίσως να συμβαίνει αυτό, αλλά κανείς δεν θα μάθει ποτέ την απάντηση. Αν ξέραμε την απάντηση στο γιατί οι άνθρωποι βλέπουν τις ταινίες μας ή δεν τις βλέπουν, θα πετούσα με ιδιωτικό τζετ σε όλη μου τη ζωή […] και θα έβγαζα δισεκατομμύρια δολάρια. Κανείς δεν ξέρει επ’ ακριβώς τα γούστα του κοινού. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι πιο τυχεροί σε αυτό και έχουν καλύτερο ένστικτο, αλλά κανείς δεν εκ προοιμίου αν τελικά μια ταινία θα πετύχει ή όχι. Θα μπορούσατε να βάλετε τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, θα μπορούσατε να βάλετε τον Μπετόβεν ως συνθέτη, θα μπορούσατε να βάλετε τον Λόρενς Ολίβιε ως ηθοποιό […] και πάλι η ταινία να αποτύχει, και μερικές φορές μπορείς να βάλεις μια απαίσια ομάδα μαζί και να καταλήξεις με μια καταπληκτική ταινία.

-Αναφέροντας τα ντοκιμαντέρ, επιτρέψτε μου να ανατρέξω στο 1984, όταν είχατε την ευκαιρία δημιουργήσετε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Με δεδομένο το ελληνικό υπόβαθρο, πώς αισθάνεστε γνωρίζοντας ότι αυτός ήταν ο δικός σας τρόπος να αγκαλιάσετε τις ελληνικές ιδιότητες που αποκτήσατε όσο ήσασταν νεότερος εδώ στη χώρα μας;

-Ο πατέρας μου που έκανε την παραγωγή στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Συμμετείχα και εγώ, αλλά δούλευα κάτω από αυτόν. Νομίζω όμως ότι ένα από τα πράγματα που ήταν τόσο ενδιαφέροντα στο να κάνει ο πατέρας μου τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν ότι αγαπούσε δύο πράγματα στον κόσμο: Αγαπούσε την παραγωγή ταινιών και τις τέχνες αλλά και τον αθλητισμό, οπότε γι’ αυτόν ήταν σαν να έβαζε τα δύο αγαπημένα του πράγματα μαζί. Για μένα πάλι, αγαπούσα την Ελλάδα, και τη βιομηχανία του θεάματος, οπότε συνταίριαξα τις δύο αγάπες μου. Νομίζω λοιπόν ότι ο συνδυασμός όλων αυτών των πραγμάτων μαζί, μας έδωσε την έμπνευση, την ενέργεια, τη δύναμη και το πάθος για να οργανώσουμε αυτή την εκπληκτική τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Να τονίσω ότι πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, δεν υπήρχε τελετή έναρξης αλλά μόνο οι αθλητές έμπαιναν μέσα (στο στάδιο). Άφηναν τη δάδα και ξεκινούσαν οι αγώνες. Ποτέ δεν είχαν σόου ή χορό ή τραγούδι ή εκδηλώσεις. Ήταν η πρώτη φορά και έγινε στο Λος Άντζελες. Γιατί; Επειδή είναι το Χόλιγουντ.

-Και ήταν αρκετά κρίσιμη, επειδή ήταν σχεδόν 12 χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου και όλα τα επακόλουθα, τα οποία μεταδόθηκαν ζωντανά από την τηλεόραση. [Διάβασε τη συνέντευξη σχετικά με την ταινία «September 5» που περιγράφει τα γεγονότα, ΕΔΩ].

-Ήταν το μεγάλο αφηγηματικό δελεάρ το να παρουσιάζουμε μια διαφορετική πλευρά των Ολυμπιακών Αγώνων ως ένα πραγματικό σόου.

-Αναφέροντας την αγάπη σας για τη βιομηχανία μου έρχεται στο μυαλό το ντοκιμαντέρ που κάνατε για τα 75 χρόνια της Warner Brothers. Πείτε μου αν ανακαλύψατε κάποια υλικά ή αν κάνατε κάποιες συνεντεύξεις που ήταν αποκαλυπτικές για εσάς;

-[…] Πάντα με γοητεύει η ιστορία και το παρελθόν. [Λόγω της σχέσης μου με την Ελλάδα] πρέπει να είμαι συνδεδεμένος έντονα με αυτό. Είναι αναπόφευκτο. Οπότε, πηγαίνοντας στο Χόλιγουντ, το πρώτο πράγμα που με ενδιέφερε να κάνω είναι να μάθω την ιστορία του Χόλιγουντ. Ποια είναι η ιστορία των αστέρων; Ποια είναι η ιστορία της βιομηχανίας; Μέσω ενός ντοκιμαντέρ να το επιτεύξεις είναι ένας φανταστικός τρόπος για να εξερευνήσεις αυτό το πράγμα […] το να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ ήταν μια φανταστική εμπειρία. Ενδιαφέρον δεν είχε κάποια μεμονομένη συνέντευξη αλλά όλες οι διαφορετικές απόψεις για το Χόλιγουντ και για το τι αντιπροσωπεύει αυτή η κινηματογραφική βιομηχανία. Όταν τα βάζεις όλα μαζί, τότε βλέπει ο καθένας από εμάς […] το σύνολο και την αντίδραση των ανθρώπων.

-Επιτρέψτε μου να μιλήσω στο «L. A. Confidential» («Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό»), μια εξαιρετική ταινία που παράξατε. Πριν από λίγες ημέρες, ο Guy Pearce μίλησε ανοιχτά για μια φρικτή εμπειρία που είχε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων που συνδέθηκε με τον Kevin Spacey. Δεν με ενδιαφέρουν τα κίτρινα σχόλια σχετικά με αυτό, αλλά γνωρίζοντας ότι πολλά μυστικά εξακολουθούν να είναι κρυμμένα στη βιομηχανία και πλέον βγαίνουν στην επιφάνεια πολλά χρόνια μετά, θα ήθελα ανοιχτά να ρωτήσω αν κάποιοι άνθρωποι από την παραγωγή γνώριζαν εκ των προτέρων ότι ο κ. Κέβιν Σπέισι είχε «τον δικό του» τρόπο να προσεγγίζει τους συμπρωταγωνιστές του. Και αν επίσης θεωρείτε σωστό ότι, κάποιοι ταλαντούχοι ηθοποιοί που δεν επιτρέπεται να αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο, είναι δικαιολογημένο να θεωρούν ότι τα αδικήματά τους «εξισώνονται» λόγω μεγάλου τους ταλέντου;

-Καθώς φτιάχναμε το «Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό», το οποίο ήταν ένα πραγματικά συναρπαστικό βιβλίο, προσπαθούσαμε για χρόνια να το κάνουμε τηλεοπτική σειρά. Θέλαμε να πούμε ότι το «Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό» είναι μια μεγάλη μίνι σειρά 12 ωρών, επειδή το βιβλίο είναι πολύ χοντρό. Δεν καταφέραμε ποτέ να το πουλήσουμε σε κανέναν, επειδή κανείς δεν πίστευε ότι ήταν μια σπουδαία ιστορία. Έτσι, πήραμε ένα μικρό κεφάλαιο από το βιβλίο, για την ακρίβεια δύο κεφάλαια από το βιβλίο, και κάναμε μια ταινία, μια ταινία μεγάλου μήκους αντί για αυτό το μικρό κομμάτι και αφηγηθήκαμε την ιστορία. Ήταν μια δύσκολη ταινία για να γυριστεί. Και εκείνη την εποχή, όλοι οι ηθοποιοί που προσλάβαμε ήταν άγνωστοι, εκτός από την Kim Basinger. Όλοι οι άλλοι στην ταινία ήταν άγνωστοι. Και δεν θα μπορούσαμε να γυρίσουμε την ταινία μέχρι να πάρουμε την Kim Basinger στο πρότζεκτ. Έτσι, καθώς γυρίζαμε την ταινία, η μόνη μας πρόθεση ήταν να κάνουμε αυτή την καταπληκτική ταινία. Υπάρχουν ιστορίες τώρα που έχουν βγει στη δημοσιότητα ότι συμβαίνουν πράγματα στα γυρίσματα που ήταν ανάρμοστα, αλλά εμείς δεν ήμασταν. Οι σκηνοθέτες δεν το γνώριζαν. Το στούντιο δεν γνώριζε τίποτα. Κανείς δεν είπε ποτέ τίποτα, γιατί όλα αυτά ήταν προγενέστερα του MeToo. Ήταν πριν οι άνθρωποι μιλήσουν. Όλοι κρατούσαν το στόμα τους κλειστό. Κανείς δεν είπε τίποτα και επομένως κανείς δεν ήξερε τίποτα. Οπότε τα κακά πράγματα που συνέβησαν, συνέβαιναν περισσότερο και συνέβαιναν συχνά. Τώρα η κοινωνία είναι πολύ ανοιχτή σε αυτό, τόσο στη βιομηχανία του θεάματος αρχικά όσο και τώρα σιγά σιγά στις κανονικές μεγάλες επιχειρήσεις. Η αλήθεια βγαίνει προς τα έξω για το τι συμβαίνει τώρα. Όλοι μιλούν. Έτσι εκ των υστέρων, κανείς δεν μίλησε, άρα κανείς δεν ήξερε. Τώρα όλοι μιλούν και όλοι γνωρίζουν. Και νομίζω ότι αυτό είναι υπέροχο που επιτέλους βγήκε από το παρασκήνιο. Και αυτό είναι που χρειαζόμαστε. Ακτιβιστές για τα πολιτικά δικαιώματα. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε σπουδαίους ντοκιμαντερίστες για να αφηγηθούν αυτές τις ιστορίες για το τι συνέβη. Δεν ξέραμε τι συνέβαινε γιατί κανείς δεν μιλούσε τότε όλοι κρατούσαν το στόμα τους κλειστό.

-Υπάρχει κάποια ταινία που την έχετε ζηλέψει τόσο πολύ που θα επιθυμούσατε να έχετε κάνει εσείς την παραγωγή της;

-Υπάρχουν τόσες πολλές ταινίες που έχω αγαπήσει στο πέρασμα του χρόνου και καθώς αλλάζω και μεγαλώνω ή γίνομαι σοφότερος, αλλάζει και το γούστο μου για τις σπουδαίες ταινίες. Αλλά παραδόξως, παρόλο που έχω κάνει ριμέικ του Χίτσκοκ και αγαπώ την «Καζαμπλάνκα», νομίζω ότι μια από τις πιο τέλειες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ, -και μπορείς να γελάσεις μαζί μου αν θες-, είναι το «Back to the Future» («Επιστροφή στο Μέλλον»). Είναι μια τέλεια ταινία, καθώς κανείς δεν έχει καταφέρει να ταξιδέψει στο χρόνο, σωστά; Οι χαρακτήρες ήταν καταπληκτικοί, η κληρονομιά της ιστορίας ήταν καταπληκτική. Τα πάντα· η ιστορία αγάπης, κάθε στοιχείο αυτής της ταινίας δούλεψε. Και ξέρω ότι ακούγεται λίγο σαν να μην είναι μια σημαντική ταινία, νομίζω ότι είναι μια από τις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών.

www.ertnews.gr

Πηγή: ertnews.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ