H συμφωνία που προτείνουν οι ΗΠΑ και ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ για την κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία δεν φαίνεται να ενθουσιάζει καμία πλευρά. Ολο αυτό τον καιρό που γίνονται αντιπαραθέσεις, διαπραγματεύσεις, διαφωνίες και συζητήσεις, έχει ξεκινήσει ένας διάλογος μεταξύ ιστορικών για τις συνθήκες μιας πιθανής συμφωνίας και για το εάν κοιτώντας προς τα πίσω μπορούμε να βρούμε αναλογίες ή να αντλήσουμε μαθήματα.
Η βασική συζήτηση αφορά τη Συμφωνία του Μονάχου του 1938 – η συμφωνία μεγάλων δυνάμεων εις βάρος της Τσεχοσλοβακίας, συνώνυμο της υποχωρητικότητας και της προσπάθειας κατευνασμού από τη Βρετανία και τη Γαλλία του Αδόλφου Χίτλερ. Παρά τον συμβιβασμό, ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος δεν αποφεύχθηκε.
«Ο Χίτλερ δεν επιθυμούσε μια συμφωνία με τον βρετανό πρωθυπουργό Νέβιλ Τσάμπερλεν το 1938. Αυτό που στην πραγματικότητα ήθελε ήταν ο πόλεμος – στόχος του ήταν να κατακτήσει όλη την Τσεχοσλοβακία με τη βία ως ένα πρώτο βήμα προς την κατάκτηση όλης της Ευρώπης», σημειώνει ο ιστορικός του Ινστιτούτου Brookings Ρόμπερτ Κέιγκαν στο Atlantic. «Δεν φανταζόταν ότι οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας θα του έδιναν όλα όσα ζητούσε δημόσια, συμπεριλαμβανομένων του διαμελισμού της Τσεχοσλοβακίας και της κατάληψης της Σουδητίας από τον γερμανικό στρατό. Οταν το έκαναν, ο Χίτλερ αναγκάστηκε να το αποδεχθεί. Οχι για πολύ, όμως. Μέσα σε πέντε μήνες διέταξε τη στρατιωτική κατάληψη όλης της Τσεχοσλοβακίας, κατά παράβαση της Συμφωνίας του Μονάχου, και έξι μήνες μετά, χρησιμοποιώντας την τσεχική βιομηχανία για την παραγωγή όπλων, εισέβαλε στην Πολωνία». Δεν είχαν δεχθεί όλοι από την αρχή τη Συμφωνία του Μονάχου. Ενας από τους πιο σκληρούς επικριτές του Τσάμπερλεν ήταν ο μελλοντικός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος κατήγγειλε τη συμφωνία με τον Χίτλερ στη Βουλή των Κοινοτήτων. Λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την επιστροφή του Τσάμπερλεν από το Μόναχο, ο Τσόρτσιλ χαρακτήρισε σε ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων τη συμφωνία «ολοκληρωτική, απόλυτη ήττα».
Ο μανδύας
του ειρηνοποιού
O αμερικανός ιστορικός θεωρεί ότι σήμερα η κυβέρνηση Τραμπ προσφέρει στον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν μια διευθέτηση για την Ουκρανία που μοιάζει πολύ με τη Συμφωνία του Μονάχου. «Οι διαπραγματευτές του Τραμπ έχουν προσφέρει στον Πούτιν σχεδόν ό,τι έχει ζητήσει δημοσίως χωρίς να απαιτούν τίποτα σε αντάλλαγμα. Μπορεί να υποθέτουν ότι αν του τα δώσουν όλα εκ των προτέρων, θα συμφωνήσει σε μια κατάπαυση του πυρός και σε κάποιο είδος συμφωνίας που θα σώσει το γόητρο του Τραμπ, επιτρέποντάς του να διεκδικήσει τον μανδύα του ειρηνοποιού, όπως έκανε ο Τσάμπερλεν, έστω και για λίγους μήνες».
Θα δεχτεί ο Βλαντίμιρ Πούτιν; Μέχρι στιγμής, χάρη στους ελιγμούς του Τραμπ κατά της Ουκρανίας, παρακολουθούσε επιχαίροντας την Ουάσιγκτον και το Κίεβο να τσακώνονται για τους όρους, ενώ συνέχιζε να πραγματοποιεί επιθέσεις σε κατοικημένες περιοχές αλλά και στο ενεργειακό δίκτυο της Ουκρανίας. Μέχρι στιγμής, ο Πούτιν ήταν ξεκάθαρος σχετικά με τους όρους που είναι διατεθειμένος να δεχτεί για να επιτύχει την ειρήνη: τίποτα. Καμία εγγύηση ασφάλειας. Καμία ανεξάρτητη, κυρίαρχη Ουκρανία. «Στόχος του Κρεμλίνου, όπως ήταν από την αρχή, είναι η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στη Ρωσία και η πλήρης διαγραφή του ουκρανικού έθνους, γλώσσας και κουλτούρας. Θα δεχτεί ευχαρίστως την παράδοση της Ουκρανίας, όποτε το Κίεβο είναι έτοιμο να παραχωρήσει, αλλά εκτός από αυτό θα συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι να πάρει τα πάντα», σημειώνει ο Κέιγκαν.
Η συμφωνία που
ανέτρεψε τον κόσμο
Μαζί του συμφωνεί και ο βρετανός Σάιμον Σάμα, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Σε μια πρόσφατη συζήτηση στο BBC, την ημέρα που οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι σταματούν την παροχή στρατιωτικών πληροφοριών στην Ουκρανία, έκανε λόγο για «μια φρικτή απόφαση, ιστορικής σημασίας». Παρότι η παροχή αποκαταστάθηκε, αφότου το Κίεβο αποδέχθηκε όλους τους όρους της Ουάσινγκτον, μεταξύ των οποίων και η συμφωνία για παραχώρηση μεγάλου μέρους των σπάνιων γαιών της Ουκρανίας στις ΗΠΑ, ο Σάμα επιμένει: «Νιώθω σαν να βρίσκομαι στις ημέρες που υπογράφηκε η Συμφωνία του Μονάχου μεταξύ του Νέβιλ Τσάμπερλεν και του Χίτλερ. Ηταν μια συμφωνία που ανέτρεψε τον κόσμο».
Η Συμφωνία του Μονάχου υπογράφηκε το 1938 από τον βρετανό πρωθυπουργό Νέβιλ Τσάμπερλεν, τον Αδόλφο Χίτλερ, τον γάλλο πρωθυπουργό Εντουάρ Νταλαντιέ και τον Μπενίτο Μουσολίνι εκ μέρους της Ιταλίας. Είχε στόχο τον κατευνασμό, γι΄ αυτό και επέτρεψε στη χιτλερική Γερμανία να προσαρτήσει μια στρατηγική περιοχή της Τσεχοσλοβακίας, τη Σουδητία, όπου υπήρχαν πολίτες γερμανικής καταγωγής – όπως ακριβώς η Ανατολική Ουκρανία και το Ντονμπάς είναι, σύμφωνα με τη Μόσχα, ρωσική γη αφού εκεί κατοικούν ρωσόφωνοι. Στόχος των δυτικών δυνάμεων, με αυτή την πολιτική του κατευνασμού, ήταν να αποφευχθεί μια ένοπλη σύγκρουση, η οποία τελικά δεν απετράπη. Ο Σάμα δεν σταματά εκεί – κάνει λόγο για «καταστροφικό παιχνίδι του Λευκού Οίκου για την υπεράσπιση των δημοκρατιών».
Η απουσία εγγυήσεων ασφαλείας
Στο Μόναχο δεν υπήρχαν εγγυήσεις ασφαλείας. Και τώρα αυτό επιθυμεί η Μόσχα. Ο πρόεδρος Πούτιν και οι απεσταλμένοι του έχουν δηλώσει επανειλημμένα ότι η Μόσχα δεν θα δεχτεί ποτέ ευρωπαϊκά στρατεύματα στο ουκρανικό έδαφος ως μέρος μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. Η αποδοχή ευρωπαϊκών στρατευμάτων στην Ουκρανία δεν διαφέρει στο μυαλό του Πούτιν από την αποδοχή του ΝΑΤΟ, όπως τόνισε πριν από λίγες ημέρες ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ. Ούτε είναι δύσκολο να κατανοηθεί η άρνηση του Πούτιν. Οποιαδήποτε συμφωνία που θα τοποθετεί δυτικά στρατεύματα στο ουκρανικό έδαφος θα αφήσει τη Ρωσία σε μια αντικειμενικά χειρότερη στρατηγική κατάσταση από ό,τι πριν από την εισβολή. Επειτα από τρία χρόνια σύγκρουσης, με έως και ένα εκατομμύριο θύματα και εκτεταμένη οικονομική ζημιά, ο Πούτιν θα είχε πετύχει μόνο να συσφίξει τον κύκλο περιορισμού γύρω από τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της εισδοχής στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φινλανδίας, φέρνοντας εχθρικές δυνάμεις πιο κοντά στα σύνορα της Ρωσίας· και ουσιαστικά αυξάνοντας ακόμη και τις αμυντικές απαιτήσεις εν καιρώ ειρήνης. Οι ευρύτερες φιλοδοξίες του στην Ευρώπη θα μπλοκάρονταν, ίσως για πάντα. «Αν ο Τραμπ μπορούσε να δει πέρα από την επιθυμία του για μια συμφωνία ώστε να αυτοανακηρυχθεί ειρηνοποιός», σημειώνει ο Κέιγκαν, «θα έβλεπε ότι για τον Πούτιν το να τερματίσει τον πόλεμο, βάζοντας τα ευρωπαϊκά στρατεύματα στο ουκρανικό έδαφος για οποιονδήποτε σκοπό, θα αποτελεί μια κολοσσιαία στρατηγική αποτυχία».
Ο Πούτιν έχει απορρίψει την ιδέα μιας διεθνούς εγγύησης για την ασφάλεια της Ουκρανίας ακόμη και χωρίς στρατεύματα στο έδαφος. Οι πρώτες διαπραγματεύσεις το 2022 κατέρρευσαν ακριβώς σε αυτό το σημείο. Η Ουκρανία ήθελε διεθνή δέσμευση για τη βοήθειά της σε περίπτωση που η Ρωσία εξαπέλυε άλλη επίθεση – κάτι αντίστοιχο με την εγγύηση του άρθρου 5 στη συνθήκη του ΝΑΤΟ. Αυτό δεν θα σήμαινε ξένα στρατεύματα στο ουκρανικό έδαφος – ή ακόμη και οποιαδήποτε επίσημη σχέση μεταξύ Ουκρανίας και ΝΑΤΟ – αλλά μάλλον δέσμευση από τα υπογράφοντα κράτη να βοηθήσουν μια «ουδέτερη» Ουκρανία σε περίπτωση εισβολής. Ο Πούτιν το απέρριψε, επιμένοντας σε ρωσικό βέτο σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια.
Τα φαντάσματα
ξυπνούν
Τι μας δείχνει αυτό; αναρωτιέται ο ιστορικός Ντέιβιντ Σάνγκερ μιλώντας στην ιταλική εφημερίδα «Reppublica». «Μας δείχνει ότι ο πρόεδρος Πούτιν δεν έχει βγάλει καθόλου από το μυαλό του μια μελλοντική επίθεση στην Ουκρανία. Και κάπου εδώ τα φαντάσματα της Συμφωνίας του Μονάχου ξυπνούν». Στην ισπανική «El Pais», o ιστορικός Ενρίκε Κάντεμ θεωρεί ότι «ο Πούτιν μπορεί να μπει στον πειρασμό να συνάψει μια συμφωνία όπως αυτή του Μονάχου, μόνο και μόνο για να ενισχύσει έναν αμερικανό πρόεδρο που φαίνεται αποφασισμένος να του παραχωρήσει αυτό που το Κρεμλίνο δεν φανταζόταν ποτέ – μια πλήρη συνθηκολόγηση των ΗΠΑ στο παγκόσμιο πεδίο, την υπονόμευση του ΝΑΤΟ, την απομόνωση μιας αδύναμης Ευρώπης και ένα ανοιχτό πεδίο για περαιτέρω ενέργειες για την εκπλήρωση του πρωταρχικού στόχου του Πούτιν, που είναι η εξάπλωση της χώρας του στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη». «Βέβαια εδώ», παρατηρεί ο Κέιγκαν, «καταρρέει η αναλογία του Μονάχου. Επειδή ό,τι κι αν είχε στο μυαλό του ο Τσάμπερλεν περί κατευνασμού, δεν περιελάμβανε την αλλαγή πλευράς στη συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή κρίση και την άδεια στον Χίτλερ να αιματοκυλίσει τη Γηραιά Ηπειρο».
Στον διάλογο που κορυφώνεται αυτό τον καιρό, παίρνουν μέρος και έλληνες ιστορικοί. «Το Μόναχο του 1938 και οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων», έγραψε πρόσφατα στα «ΝΕΑ» ο Αντώνης Κλάψης, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, «έχουν ανησυχητικές αναλογίες. Πέρα από την ηθική διάσταση του θέματος, τίθεται επιτακτικό το ερώτημα τι μήνυμα θα σταλεί στις αναθεωρητικές δυνάμεις παγκοσμίως, σε περίπτωση που η Ρωσία αποκομίσει εδαφικά κέρδη από την Ουκρανία. Εκτός όμως από τις ομοιότητες ανάμεσα στο 1938 και στο σήμερα, υπάρχει και μία διαφορά. Ο Τσάμπερλεν και ο Νταλαντιέ ήταν, κατά κάποιον τρόπο, οι εκφραστές του ιστορικού παρελθόντος. Στάθμισαν εσφαλμένα τα δεδομένα διότι είχαν κατά νου το οδυνηρό προηγούμενο του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος πίστευαν ότι θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν τότε είχε εφαρμοστεί κατευναστική πολιτική. Στην περίπτωση του Τραμπ συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Εκείνος είναι ο σημαιοφόρος ενός νέου κόσμου, στον οποίο οι κανόνες του παιχνιδιού θα συνοψίζονται στη διαπίστωση ότι απλώς δεν υπάρχουν κανόνες».
Πηγή: tanea.gr