Του Δημήτρη Γκάτσιου
Νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό και στην υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος της 28ης Φεβρουαρίου του 2023 δημιουργεί η απόφαση του πρώην υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας, Χρήστου Τριαντόπουλου, να καταθέσει αίτημα στην Προανακριτική Επιτροπή προκειμένου να κριθεί απευθείας από τον φυσικό δικαστή. Δηλαδή, από το Ειδικό Δικαστήριο. Πλέον, μετά τη συγκεκριμένη κίνηση, η οποία χαρακτηρίζεται από κυβερνητικά στελέχη ως “ένδειξη πολιτικής ευθιξίας και γενναιότητας”, εν μέσω νέων καταιγιστικών πυρών από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, οι εξελίξεις αναμένονται ραγδαίες.
Η Προανακριτική Επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε για τον πρώην υφυπουργό αναμένεται ότι θα ολοκληρώσει τις εργασίες της μέσα σε μία και μοναδική συνεδρίαση. Κι αυτό γιατί, προεξοφλείται ότι η πλειοψηφία θα ταχθεί υπέρ του αιτήματος που κατέθεσε ο κ. Τριαντόπουλος και θα παραπέμψει το πρώην κυβερνητικό στέλεχος στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία είναι αυτή που θα αποφασίσει για την παραπομπή της υπόθεσης στο Ειδικό Δικαστήριο.
Η επιστολή και οι αναφορές κυβερνητικών στελεχών
Στην επιστολή του, ο κ. Τριαντόπουλος αφήνει αιχμές εναντίον των κομμάτων της αντιπολίτευσης για εργαλειοποίηση της τραγωδίας των Τεμπών και καθιστά σαφές ότι επιθυμεί να κριθεί απευθείας από τη Δικαιοσύνη. “Φοβούμαι πως το όποιο πόρισμα εκδώσει η Επιτροπή σας θα αποτελέσει αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης, η οποία μοιραία θα με ακολουθεί στο υπόλοιπο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου μου. Και η ακεραιότητά μου, στα μάτια των συμπολιτών μου, είναι κάτι που δεν είναι, για εμένα τουλάχιστον, διαπραγματεύσιμο.
Επειδή λοιπόν δεν θα ήθελα η κρίση σας, επί της υποθέσεώς μου, να εκληφθεί ως ενδεχομένως εδραζόμενη στην πολιτική και κομματική ταυτότητα των μελών της Επιτροπής σας, επιθυμία μου είναι, όσο παράδοξο και εάν τούτο εκ πρώτης μπορεί να φαντάζει, να κριθώ από την τακτική Δικαιοσύνη, κατά τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών, αφού οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί διαθέτουν εγγυημένη ανεξαρτησία και αμεροληψία, αλλά και αυξημένες γνώσεις και κύρος”, σημειώνει ο πρώην υφυπουργός. “Από την πρώτη στιγμή της εμπλοκής μου στην πολιτική, θεωρώ ακράδαντα και το ακολουθώ, πως η στάση, η πορεία και οι επιλογές ενός πολιτικού πρέπει να συνιστούν παράδειγμα για την κοινωνία και την πατρίδα που θέλουμε να έχουμε για τα παιδιά μας και τις επόμενες γενιές”, αναφέρει.
Από την πλευρά τους, κυβερνητικά στελέχη, στον απόηχο της κίνησης Τριαντόπουλου, έκαναν λόγο για ένα αίτημα που συνάδει με την βούληση της κοινωνίας αλλά και συγγενών των θυμάτων των Τεμπών για απόδοση δικαιοσύνης από την ίδια τη Δικαιοσύνη. “Να υπενθυμίσουμε ότι ο κ. Ανδρουλάκης ήταν αυτός που έλεγε προ μηνός πως θα πρέπει να πηγαίνει “όποιος και αν εμπλέκεται στον φυσικό δικαστή χωρίς καμία προστασία”. Στην ίδια γραμμή και ο ΣΥΡΙΖΑ, δια του γνήσιου εκφραστή του κ. Πολάκη. Και τώρα αυτό που ζητούσαν από την αντιπολίτευση γίνεται πράξη. Αντιπολίτευση, η οποία μετά από καιρό κατέθεσε κατηγορητήριο χωρίς στοιχεία, κατηγορώντας μας ότι θα συγκαλύψουμε απορρίπτοντας την πρόταση για προανακριτική. Αφού δεχθήκαμε την πρόταση, μας είπαν ότι θα απαλλάξουμε τον Χρήστο Τριαντόπουλο λόγω της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και ότι έτσι “θα αποφύγει την κρίση του φυσικού δικαστή” του.
Μετά τη σημερινή δήλωση Τριαντόπουλου, που διαλύει και τα τελευταία επιχειρήματα περί συγκάλυψης, με τις ανακοινώσεις τους εκπέμπουν μικροψυχία και αμηχανία. Το μεν ΠΑΣΟΚ πρακτικά ομολογεί ότι είχε ήδη βγάλει καταδικαστικό πόρισμα, ο δε ΣΥΡΙΖΑ μας λέει ότι προτιμά να διαδραματίσουν τα κόμματα τον ρόλο του δικαστή και όχι οι τακτικοί δικαστές και μάλιστα ανωτάτων δικαστηρίων”, επισημαίνουν στελέχη. Εντός του…γαλάζιου στρατοπέδου, αυτό που σχολιάζεται είναι ότι η κίνηση του πρώην υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας αφαίρεσε επιχειρήματα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και, κυρίως, την Χαριλάου Τρικούπη και την Κουμουνδούρου, που, σύμφωνα με την ανάγνωση της κυβέρνησης, θα επιχειρούσαν να στήσουν “σόου” εντός της Προανακριτικής. “Ούτε αλήθεια θέλουν, ούτε δικαιοσύνη, για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.
Πολιτικό σωσίβιο έψαχναν, μέσω μιας πρωτοφανούς απόπειρας εργαλειοποίησης ενός τραγικού δυστυχήματος και τελικά βούλιαξαν οι ίδιοι μέσα στα δικά τους ψέματα”, σημειώνουν στελέχη. Για την κυβέρνηση, παράλληλα, το αίτημα του κ. Τριαντόπουλου δεν συνιστά παραίτηση από οποιοδήποτε δικαίωμά του λόγω του ότι η Προανακριτική Επιτροπή είναι εκείνη και μόνο που μπορεί να αποφασίσει την υποβολή στην Ολομέλεια της Βουλής πρότασης ως προς την άσκηση δίωξης, ανεξαρτήτως του αιτήματος αυτού. “Την πρόταση της Προανακριτικής Επιτροπής δεν μπορεί να υποκαταστήσει το αίτημα του κ. Τριαντόπουλου. Η Βουλή γενικώς και η Προανακριτική Επιτροπή ειδικώς δεν έχει δικαιώματα. Οι αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών που έχει η Προανακριτική Επιτροπή δεν υπολείπονται σε οτιδήποτε των εξουσιών που έχει το Δικαστικό Συμβούλιο το οποίο θα διενεργήσει την προδικασία σε περίπτωση παραπομπής”, σχολιάζουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι.
Τα μηνύματα Μητσοτάκη
Όπως είναι αναμενόμενο, η κίνηση του κ. Τριαντόπουλου έρχεται για να δημιουργήσει ένα “προηγούμενο”, το οποίο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και από έτερα πολιτικά πρόσωπα. Την ίδια στιγμή, ο πρωθυπουργός, μέσα από δημόσια ανάρτηση, έκανε λόγο για “ένα γενναίο βήμα που δεν έχει σύγχρονο προηγούμενο” και μία ενέργεια που “απεγκλωβίζει την αναζήτηση τυχόν ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων από τις τοξικές μικροκομματικές διαμάχες”, πετώντας το…γάντι στην αντιπολίτευση. “Παρά τα πραγματικά στοιχεία, είχε προεξοφλήσει τόσο τη δήθεν ενοχή του Χρήστου Τριαντόπουλου όσο και την τάχα κυβερνητική “συγκάλυψη”. Έτσι όλες οι πτέρυγες της Βουλής τίθενται προ των ευθυνών τους: Θα συμφωνήσουν, άραγε, με την πρωτοβουλία του υπουργού; Ή, μήπως, θα κρυφτούν και πάλι πίσω από τεχνάσματα και υπεκφυγές για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα;”, τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος προαναγγέλλει την κατάθεση των εφαρμοστικών διατάξεων, με στόχο να καταργηθούν οι προθεσμίες παραγραφής αδικημάτων στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
“Είναι καιρός με τη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος να ενισχύσουμε πιο αποφασιστικά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα. Διευκολύνοντας την αναζήτηση της αλήθειας και περιορίζοντας ή και εξαλείφοντας την αρμοδιότητα και την εμπλοκή της Βουλής στην ποινική δίωξη υπουργών. Γιατί αποστολή του Κοινοβουλίου δεν είναι, ούτε να αθωώνει πολιτικούς φίλους, ούτε να καταδικάζει πολιτικούς αντιπάλους”, αναφέρει, έχοντας ήδη ανοίξει, από το βήμα της Βουλής, τη συζήτηση για την αναθεώρηση του άρθρου 86.
Πηγή: capital.gr