Αλλαγές έχουν φέρει οι πρόσφατες αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ επί παντός επιστητού, επηρεάζοντας όχι μόνο την παγκόσμια οικονομία, αλλά και την φήμη ηγετών που μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν αντιμέτωποι με μία πτωτική τάση στην αποδοχή από τους πολίτες των χωρών τους.
Μάλιστα, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ηγέτες που θεωρούνται ότι διαπραγματεύονται προληπτικά με τον Τραμπ χωρίς να συμβιβάζονται υπερβολικά κερδίζουν στις δημοσκοπήσεις και όσον αφορά τα ποσοστά αποδοχής.
Η περίπτωση του Καναδά και ο Τζάστιν Τριντό
Πρωθυπουργός από το 2015, ο Τζάστιν Τριντό του Καναδά παραιτήθηκε στις 9 Μαρτίου για να δώσει τη θέση του στον οικονομολόγο Μαρκ Κάρνεϊ – επίσης από το Φιλελεύθερο Κόμμα του – ο οποίος ορκίστηκε πρωθυπουργός της χώρας την περασμένη Παρασκευή.
Ο Τριντό δεχόταν αυξανόμενες πιέσεις να παραιτηθεί επί μήνες πριν τελικά όντως το πράξει, εν μέσω της αύξησης του κόστους ζωής, των εσωκομματικών διαμαχών που είχαν προκύψει, των παραιτήσεων από το υπουργικό του συμβούλιο και των ερωτημάτων σχετικά με τη μεταναστευτική του πολιτική, αναφέρει σε δημοσίευμα του το Al Jazeera.
Η πίεση αυτή αυξήθηκε καθώς ο Τραμπ απείλησε με βαρείς δασμούς κατά του Καναδά μετά την εκλογή του.
Ο Τριντό αρχικά δεν απάντησε σε μια σειρά από αιχμές του Τραμπ, ο οποίος επανειλημμένα είπε ότι θέλει τον Καναδά ως την 51η πολιτεία των ΗΠΑ και αναφέρθηκε στον Καναδό πρωθυπουργό σκωπτικά ως «κυβερνήτη». Αντ’ αυτού, καθώς ο Τραμπ κατηγόρησε τον Καναδά ότι επιτρέπει την είσοδο της φαιντανύλης στις ΗΠΑ μέσω των συνόρων τους, ο Τριντό διόρισε έναν «τσάρο της φαιντανύλης» για την αντιμετώπιση του ζητήματος.
Αλλά καθώς ο Τραμπ – αφού ανέβαλε τους δασμούς κατά του Καναδά για έναν μήνα – τελικά πραγματοποίησε την απειλή του κατά των περισσότερων καναδικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ στις αρχές Μαρτίου, ο Τριντό πήρε μια πιο σταθερή, δημόσια θέση.
«Οι Καναδοί είναι λογικοί και είμαστε ευγενικοί. Αλλά δεν θα υποχωρήσουμε από μια μάχη. Όχι όταν διακυβεύεται η χώρα μας και η ευημερία όλων όσων ζουν σε αυτήν», δήλωσε στις 4 Μαρτίου.
Οι δημοσκοπήσεις
Αρκετές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ενώ οι Συντηρητικοί υπό τον ηγέτη τους, Πιερ Πουαλιέβρ, προηγούνταν σταθερά με σημαντική διαφορά καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, το Φιλελεύθερο Κόμμα ανέβηκε κατακόρυφα στις δημοσκοπήσεις από τον Φεβρουάριο του 2025 και έκλεισε σημαντικά τη διαφορά.
Οι μέσοι όροι των δημοσκοπήσεων της Καναδικής Ραδιοτηλεοπτικής Εταιρείας (CBC) δείχνουν ότι οι Συντηρητικοί προηγούνταν των Φιλελευθέρων κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες στις αρχές Ιανουαρίου. Τώρα η διαφορά αυτή έχει συρρικνωθεί σε μόλις 5,5 ποσοστιαίες μονάδες από τις 17 Μαρτίου, με τους Συντηρητικούς να έχουν 38,9% υποστήριξη και τους Φιλελεύθερους 33,4%.
Το γεγονός ότι οι Φιλελεύθεροι κάλυψαν μια τόσο μεγάλη διαφορά στις δημοσκοπήσεις μπορεί να εξηγηθεί από έναν συνδυασμό παραγόντων, λένε οι ειδικοί.
Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται «η αποχώρηση του Τζάστιν Τριντό, η άφιξη του Μαρκ Κάρνεϊ, οι επιθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ με τους δασμούς και η δυσφορία με τον ηγέτη του Συντηρητικού Κόμματος Πιερ Πουαλιέβρ», δήλωσε στο Al Jazeera ο Ντάρελ Μπρίκερ, διευθύνων σύμβουλος δημοσίων σχέσεων της εταιρείας ερευνών Ipsos.
Ο Φιλίπ Φουρνιέ του «338Canada» εξήγησε ότι πολλοί Καναδοί βουλευτές πίεζαν τον Τριντό να παραιτηθεί εδώ και μήνες. «Όταν [ο Τριντό] ανακοίνωσε τελικά ότι θα παραιτηθεί στις αρχές Ιανουαρίου, η ένταση υποχώρησε. Στη συνέχεια, ο Τραμπ ορκίστηκε και αμέσως, ξεκίνησε την απειλή του για δασμούς».
«Περισσότερο από τους δασμούς, ήταν η απειλή για την κυριαρχία του Καναδά», δήλωσε ο Φουρνιέ, αναφερόμενος στις εκκλήσεις του Τραμπ να γίνει ο Καναδάς μέρος των ΗΠΑ.
Ο Φουρνιέ υποστήριξε επίσης ότι η προσέγγιση του Πουαλιέβρ στην πολιτική – και οι ομοιότητες που έχουν εντοπίσει ορισμένοι ψηφοφόροι με το στυλ του Τραμπ – θα μπορούσαν να λειτουργήσουν εναντίον του.
Μεξικό και Κλαούντια Σέινμπαουμ
Η Κλαούντια Σέινμπαουμ ορκίστηκε την 1η Οκτωβρίου 2024 ως η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Μεξικού, αναλαμβάνοντας τη θέση του προκατόχου και μέντορα Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ. Ως απάντηση στις δασμολογικές απειλές του Τραμπ, η Σέινμπαουμ ανέπτυξε 10.000 στρατιώτες της Εθνοφρουράς στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού για να συμβάλει στον περιορισμό της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης.
Ο Τραμπ είχε αρχικά διατάξει να επιβληθούν δασμοί 25% σε όλες τις μεξικανικές και καναδικές εισαγωγές, οι οποίοι όμως αναβλήθηκαν για έναν μήνα εν μέσω διαπραγματεύσεων με τον Σεϊνμπάουμ και τον Τρουντό.
Λίγες ημέρες πριν από την οριστική επιβολή των δασμών, ο Τραμπ ανακοίνωσε περαιτέρω αναβολές σε διάφορα προϊόντα από το Μεξικό και σε ορισμένα από τον Καναδά, μέχρι τις 2 Απριλίου.
Τα στοιχεία από διάφορες δημοσκοπήσεις στο Μεξικό δείχνουν ότι η Σέινμπαουμ απολαμβάνει υψηλά ποσοστά αποδοχής από την στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά της. Οι δημοσκοπήσεις Buendia y Marquez δείχνουν ότι το 80% των ερωτηθέντων ενέκρινε την πρόεδρό τους στα μέσα Φεβρουαρίου.
Κατά τον ίδιο τρόπο και οι δημοσκοπήσεις της μεξικανικής εθνικής εφημερίδας El Financiero δείχνουν ότι το 85% των ερωτηθέντων ενέκρινε τη Σέινμπαουμ τον Φεβρουάριο. Αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό αποδοχής που έχει επιτευχθεί στη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια, ανέφερε η El Fiannciero. Τα ποσοστά αποδοχής της Σέινμπαουμ ήταν 70 τοις εκατό τον Οκτώβριο και έκτοτε ανεβαίνει σταθερά.
Πού οφείλεται αυτό;
Κατά κάποιο τρόπο, η Σέινμπαουμ κληρονόμησε το ποσοστό αποδοχής της από τον προκάτοχό της Λόπες Ομπραδόρ, δήλωσε η Σάντρα Πελεγκρίνι, ανώτερη αναλύτρια για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, για την ανεξάρτητη μη κερδοσκοπική εταιρεία Armed Conflict Location and Event Data (ACLED).
Ο Λόπες Ομπραδόρ ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Δεκέμβριο του 2018 και μέχρι τον Φεβρουάριο του 2019 είχε ποσοστό αποδοχής 83%. H Σέινμπαουμ ανήκει στο κόμμα Morena και ήταν η εκλεκτή διάδοχός του.
Τα σταθερά υψηλά ποσοστά αποδοχής για τους ηγέτες του κόμματος Morena αποδίδονται στις πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας που ξεκίνησαν από τον Λόπες Ομπραδόρ και συνεχίστηκαν από την Σέινμπαουμ. Σε αυτές περιλαμβάνεται το πρόγραμμα Sembrando Vida, το οποίο στοχεύει στην προώθηση της αναδάσωσης και στην εξάλειψη της φτώχειας.
Όμως η Κάριν Ζίσις, συνεργάτης του Ινστιτούτου του Μεξικού του Κέντρου Ουίλσον στην Ουάσιγκτον, δήλωσε στο Al Jazeera ότι ο χειρισμός της σχέσης της Σέινμπαουμ με την κυβέρνηση Τραμπ ήταν επίσης «παράγοντας που συνέβαλε» στα υψηλά ποσοστά αποδοχής της.
Και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι
Από τον Φεβρουάριο, ο Τραμπ και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχουν βρεθεί μπλεγμένοι σε τεταμένες αλληλεπιδράσεις. Σε μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον περασμένο μήνα, ο Τραμπ χαρακτήρισε τον Ζελένσκι ως «δικτάτορα χωρίς εκλογές», υποστηρίζοντας ότι το ποσοστό αποδοχής του Ζελένσκι ήταν 4%. Ο Ζελένσκι εξελέγη πρόεδρος της Ουκρανίας το 2019.
Οι εντάσεις κορυφώθηκαν στις 28 Φεβρουαρίου, όταν ο Ζελένσκι επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο. Κατά τη διάρκεια συνάντησης στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ και ο αντιπρόεδρός του Τζέι Ντι Βανς κατηγόρησαν δημοσίως τον Ζελένσκι ότι δεν ήταν αρκετά ευγνώμων για την υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία. Λίγο αργότερα, ο Τραμπ ανέστειλε τη στρατιωτική βοήθεια και την ανταλλαγή πληροφοριών με την Ουκρανία.
Ο Ζελένσκι διατήρησε έναν συμφιλιωτικό τόνο απέναντι στον Τραμπ, εκφράζοντας ευγνωμοσύνη για την υποστήριξη των ΗΠΑ και τις επόμενες ημέρες τόνισε ότι ήταν έτοιμος για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Οι ΗΠΑ και η Ουκρανία συμφώνησαν έκτοτε σε ένα σχέδιο κατάπαυσης του πυρός διάρκειας 30 ημερών, το οποίο η Ρωσία δεν έχει ακόμη αποδεχθεί. Οι ΗΠΑ επανέφεραν τη στρατιωτική βοήθεια και τις πληροφορίες που είχαν σταματήσει.
Μια έρευνα που διεξήχθη από το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του Κιέβου (KIIS) έδειξε ότι το 67% των ερωτηθέντων εμπιστεύονταν τον Ζελένσκι τον Μάρτιο, μετά τη δημόσια σύγκρουσή του με τον Τραμπ. Αυτό ήταν ένα άλμα 10 μονάδων από τον Φεβρουάριο, όταν το 57% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι τον εμπιστεύονται.
«Οι Ουκρανοί αντιλαμβάνονται τη ρητορική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης ως επίθεση εναντίον ολόκληρης της Ουκρανίας και όλων των Ουκρανών», δήλωσε ο Άντον Χρουσέτσκι, εκτελεστικός διευθυντής του KIIS, σε δήλωση που μετέδωσε το Reuters στις 7 Μαρτίου.
Στο «χορό» της δημοφιλίας ο Στάρμερ κι ο Μακρόν
Τον Φεβρουάριο, εκπρόσωποι των ΗΠΑ και της Ρωσίας συναντήθηκαν στη Σαουδική Αραβία για να συζητήσουν τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, με την Ουκρανία και τους Ευρωπαίους ηγέτες να απουσιάζουν από το τραπέζι. Αυτό συνέβη λίγο μετά τη δήλωση του Τραμπ ότι οι ΗΠΑ δεν θα παράσχουν εγγυήσεις ασφαλείας στην Ουκρανία και δήλωσε ότι η Ευρώπη πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της ως προς αυτό.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ανέλαβαν δράση, με τους δύο ηγέτες να επισκέπτονται τον Τραμπ και τον Μακρόν να διοργανώνει έκτακτη σύνοδο κορυφής με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες. Στη συνέχεια, ο Στάρμερ πραγματοποίησε άλλη μια συνάντηση με Ευρωπαίους συμμάχους, προσκάλεσε σε αυτήν τον Ζελένσκι και ανακοίνωσε μια «συμμαχία των προθύμων» που θα εκπονήσει ένα ειρηνευτικό σχέδιο που θα παρουσιάσει στις ΗΠΑ.
Οι αριθμοί προς τα πάνω και οι αιτίες
Ο Στάρμερ, ο οποίος αντιμετώπιζε πτώση της αποδοχής του στην πατρίδα του λιγότερο από ένα χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, είδε τα ποσοστά αποδοχής του να ανεβαίνουν τον τελευταίο μήνα. Σύμφωνα με το YouGov, η δημοτικότητά του βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του στις αρχές Ιουλίου, από 22% τότε σε 27% τώρα.
Τα ποσοστά αποδοχής του Μακρόν αυξήθηκαν επίσης από 17% τον Φεβρουάριο σε 27% τον Μάρτιο, σύμφωνα με την Ipsos.
Τα ποσοστά αποδοχής του Στάρμερ έχουν ανέβει λόγω της ικανότητάς του να διαχειρίζεται δύσκολες καταστάσεις, δήλωσε αναλυτής στο Al Jazeera.
Στη Γαλλία, οι διεθνείς κρίσεις, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου στην Ουκρανία, ήταν μεταξύ των τριών κορυφαίων ανησυχιών για το 33% των ερωτηθέντων στην έρευνα της Ipsos, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο Μακρόν και ο φαινομενικά επιδέξιος χειρισμός του Τραμπ μπορεί επίσης να τον έχουν βοηθήσει.
Πηγή: in.gr