Η νόσος που δεν κάνει ηλικιακές διακρίσεις

Η νόσος που δεν κάνει ηλικιακές διακρίσεις

Η Πολλαπλή Σκλήρυνση (ΠΣ) – ή Σκλήρυνση κατά Πλάκας (ΣκΠ) κατά την παλαιότερη ορολογία – είναι μια χρόνια, σοβαρή αυτοάνοση και νευροεκφυλιστική νόσος του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ) που δεν κάνει ηλικιακές διακρίσεις. Μάλιστα, προσβάλλει κυρίως νεαρούς ενήλικες 20-40 ετών, αλλά και άτομα ολόκληρου του ηλικιακού φάσματος – ανάμεσά τους παιδιά, εφήβους, μεσήλικες αλλά και υπερήλικες. Και δυστυχώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, η συγκεκριμένη νόσος γνωρίζει αύξηση… προτιμώντας κυρίως τις γυναίκες.

Τα παραπάνω επισημαίνει η δρ Μαρία Αναγνωστούλη, αν. καθηγήτρια Νευρολογίας – Νευροανοσολογίας στην Α’ Παν/κή Νευρολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Και συμπληρώνει πως πρόκειται για μία πολυπαραγοντική νόσο που προσβάλλει άτομα παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας επηρεάζοντας κάθε πτυχή της ζωής τους – ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική.  Επειτα η υπεύθυνη Μονάδας Πολλαπλής Σκλήρυνσης και Απομυελινωτικών Νοσημάτων, Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης για τα Σπάνια Απομυελινωτικά και Αυτοάνοσα Νοσήματα του ΚΝΣ και υπεύθυνη Ερευνητικού Εργαστηρίου Ανοσογενετικής στο κείμενο που ακολουθεί αναλύει όλες τις νεότερες παρατηρήσεις για τη νόσο αλλά και τις εξελίξεις για την αντιμετώπισή της εστιάζοντας τόσο στις υπάρχουσες  θεραπείες αλλά και σε εκείνες που αναμένονται όσο και σε κρίσιμους παράγοντες όπως είναι η διαχείριση του άγχους.

Οι νέες θεραπείες

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m1’); });

Η συχνότητα της νόσου έχει αυξηθεί το τελευταίο τρίτο του προηγούμενου αιώνα και ιδιαίτερα στο γυναικείο φύλο, στο οποίο ήταν ήδη αυξημένα τα ποσοστά σε σχέση με το ανδρικό φύλο, από 2,3:1 σε 3:1, γυναίκες προς άνδρες. Αλλά η νόσος τείνει να αυξάνεται παγκοσμίως σε όλες τις ηλικίες, όπως και πρόσφατες μελέτες επιβεβαιώνουν. Ειδικότερα, έφηβες κοπέλες της καυκασιανής φυλής που έχουν περάσει λοιμώδη μονοπυρήνωση, από τον ιό Epstein Barr, έχουν ανοσογενετικό υπόβαθρο με το HLADRB1*15:01 αλλήλιο (γενετικό στοιχείο) και είναι παχύσαρκες έχουν πολλαπλάσιες πιθανότητες να νοσήσουν με ΠΣ.

Από τη δεκαετία του 1990, οπότε και κυκλοφόρησαν τα πρώτα ενέσιμα, πρώτης γραμμής, φάρμακα για τη νόσο (ιντερφερόνες, οξεική γκλατιραμέρη), μέχρι σήμερα, τεράστιες ερευνητικές προσπάθειες βασικής και κλινικής έρευνας έφεραν στο θεραπευτικό οπλοστάσιο των νευρολόγων δεκαοκτώ ήδη κυκλοφορούντα φάρμακα, ενώ τρέχουσες διενεργούμενες έρευνες που ολοκληρώνονται θα αποδώσουν στην κυκλοφορία και τη νέα κατηγορία φαρμάκων, τα λεγόμενα BTKis. Πλειάδα ουσιών μελετώνται επίσης με στόχο την επαναμυελίνωση, δεδομένου ότι η κύρια παθοφυσιολογική διεργασία στη νόσο είναι η απομυελίνωση και η δημιουργία απομυελινωτικών πλακών. Επί θύραις βρίσκεται και η ευρύτερη χρήση των CAR-T cell θεραπειών για περιπτώσεις ασθενών που δεν απαντούν στις συνήθεις θεραπείες και η μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων (Ηematopoietic Stem cell Transplantation, HSCT), καθώς και μεσεγχυματικών κυττάρων.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_2’); });

Η συσσωρευμένη γνώση

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m2’); });

Η νευροανοσολογία και η νευροαπεικόνιση ήταν οι κύριοι μοχλοί προώθησης της έρευνας για τη νόσο και συνεχίζουν. Τις παλαιότερες γνώσεις για τον κύριο ρόλο των Τ λεμφοκυττάρων στην ανοσοπαθοφυσιολογία της νόσου ήρθαν να εμπλουτίσουν οι νεότερες γνώσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας για τον εξίσου σπουδαίο ρόλο των Β λεμφοκυττάρων, που εκκρίνουν κυτταροκίνες για την ενεργοποίηση των Τ λεμφοκυττάρων και διαδραματίζουν τον ρόλο των κύριων αντιγονοπαρουσιαστικών κυττάρων προς τα Τ λεμφοκύτταρα, μέσω των αλληλίων HLA και των άγνωστων ωστόσο αυτοαντιγόνων που κινητοποιούν όλη αυτή την ανοσολογική απόκριση. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της γνώσης ήταν η επαύξηση της κυκλικής χρήσης ήδη χρησιμοποιούμενων σε άλλα αυτοάνοσα νοσήματα μονοκλωνικών αντισωμάτων κατά των Β λεμφοκυττάρων, με στόχευση συγκεκριμένους υποδοχείς τους (CD20, CD19) και η πολύ καλή αποτελεσματικότητα σε όλες τις μορφές της νόσου, διαλείπουσα-υφέσιμη, πρωτοπαθώς προϊούσα, δευτεροπαθώς προϊούσα.

Η νευροαπεικόνιση, με μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού, βοήθησε καταλυτικά στη διάγνωση και παρακολούθηση των ασθενών με ΠΣ, ενώ πρόσφατα πολύ συγκεκριμένα νευροαπεικονιστικά ευρήματα έδωσαν τη δυνατότητα διαχωρισμού της ΠΣ από άλλα απομυελινωτικά νοσήματα του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ), όπως των απομυελινωτικών νοσημάτων του φάσματος της οπτικής νευρομυελίτιδας (Neuromyelitis Optica Spectrum Disorder, NMOSD). Τα σημεία αυτά είναι ο παραμαγνητικός δακτύλιος (paramagnetic rim), η ύπαρξη του κεντρικού φλεβιδίου (central vein sign) και η ενσωμάτωση του οπτικού νεύρου ως πέμπτου ανατομικού στοιχείου στα κριτήρια διασποράς στον χώρο. Επιπλέον, πέραν της κλασικής ύπαρξης των ολιγοκλωνικών ζωνών στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό των ασθενών (Oligoclonal bands, OCBs) το Kappa Index (kFLC) αναγνωρίζεται ως πλέον ειδικό για την ΠΣ και μαζί με όλα τα προαναφερόμενα και επίσης τα προκλητά δυναμικά και την Optical Coherence Tomography, OCT) έχουν αυξήσει δραματικά την ακριβή διάγνωση της νόσου.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_3’); });

Εγκαιρη διάγνωση

Η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση της ΠΣ μπορεί να οδηγήσει με μεγαλύτερη ασφάλεια στην έγκαιρη και έγκυρη ειδική θεραπεία για τη νόσο. Πλέον άλλωστε έχει γίνει  αποδεκτό από το σύνολο των ειδικών νευρολόγων για τη νόσο ότι τα άτομα με υψηλής ενεργότητας ΠΣ οφείλουν να ξεκινήσουν αγωγή με ένα αποτελεσματικό φάρμακο, χωρίς να χάνεται πολύτιμος χρόνος μέχρι την επόμενη υποτροπή και τη βέβαιη συσσώρευση αναπηρίας, από οποιοδήποτε σύστημα (κινητικό, αισθητικό, οπτικό, νοητικό). Μία άλλη παραδοχή επιπρόσθετα είναι ότι μπορούν να υπάρξουν υποτροπές με νοητικές συνιστώσες (διαταραχή μνήμης, προσοχής, συγκέντρωσης, επιτελικών λειτουργιών) και ότι δύναται να υπάρξει επιδείνωση της νοητικής κατάστασης ενός ασθενούς, ανεξάρτητη από τις υποτροπές.

Κύριοι βιοδείκτες για τη διάγνωση της νόσου, τη βαρύτητα και την εξέλιξή της τείνουν να αναδειχθούν τα νευροϊνίδια (neurofilaments, NfL), η GFAP πρωτεΐνη, η Chitinase-3-like protein 1 (CHI3L1), η C-X-C motif chemokine ligand 13 (CXCL13) και άλλοι, πέραν των κλασικών, όπως οι ολιγοκλωνικές ζώνες (OCBs) και το αλλήλιο του μείζονος συστήματος ιστοσυμβατότητας, HLADRB1*15:01.

Επιπλέον, οι διάφορες μέθοδοι ομικής (multi-omics), όπως μεταβολομική (metabolomics), πρωτεωμική (proteomics), μεταγραφωμική (transcriptomics), λιπιδωμική (lipidomics) κ.λπ. θα αλλάξουν καταλυτικά τη διαγνωστική προσπέλαση και παρακολούθηση της ΠΣ.

Καταλυτική επίπτωση θα έχει επίσης η μελέτη μεμονωμένων κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος (single cell) σε περιφερικό αίμα και εγκεφαλονωτιαίο υγρό, ποικιλοτρόπως, αλλά και η συνεχής και εμπλουτισμένη παρακολούθηση των υποπληθυσμών λευκοκυττάρων των ασθενών (ανοσοφαινότυπος), από την αρχή της διάγνωσης της νόσου και στη συνέχεια.

Το άγχος στο επίκεντρο

Μία εξαιρετικά σημαντική παράμετρος τόσο για την έναρξη της νόσου όσο και για τις υποτροπές της είναι η ύπαρξη οξέος και χρόνιου άγχους στους ασθενείς, γεγονός που είναι γνωστό από την εποχή του Charcot στη Salpetriet της Γαλλίας του 19ου αιώνα και επιβεβαιώνεται και σήμερα με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο και μέσω μη συμβατικών μεθόδων νευροαπεικόνισης όπως η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (functional MRI, fMRI). Εν ολίγοις, οι ασθενείς υπό το καθεστώς ψυχοπιεστικών γεγονότων και καταστάσεων εμφανίζουν νέες απομυελινωτικές εστίες και ευρήματα συμβατά με νευροφλεγμονή και νευροεκφύλιση, δύο κύρια συστατικά έναρξης και εξέλιξης της ΠΣ. Οι φαρμακολογικές λοιπόν, αλλά κυρίως οι μη φαρμακολογικές παρεμβάσεις για τη νόσο έχουν τεράστια σημασία (mindfulness, διαλογισμός, συγκέντρωση και θετικός οραματισμός, προσευχή, πυθαγόρεια νοοπαιδεία, θεραπεία μέσω τέχνης) και θα παράσχουν με την ευρεία χρήση τους νέες θεραπευτικές λεωφόρους για τους ασθενείς, παράλληλα με τις κλασικές ανοσολογικές θεραπείες.

Ηδη στο πλαίσιο μεταπτυχιακού προγράμματος και γενικότερα μελετάμε τις προαναφερθείσες μεθόδους μείωσης του άγχους και τις επεκτείνουμε σε όλες τις ηλικίες των ασθενών μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων. Επίσης στο πλαίσιο των ετήσιων συνεδρίων που διοργανώνουμε για τη νόσο τονίζουμε την ανάγκη διεπιστημονικής και ολιστικής προσέγγισης των ασθενών.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ