Η ουραιμία είναι ένα κλινικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από αυξημένες συγκεντρώσεις ουρίας στο αίμα και σχετίζεται με διαταραχές υγρών, ηλεκτρολυτών και ορμονών, καθώς και με μεταβολικές ανωμαλίες, οι οποίες αναπτύσσονται παράλληλα με την επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας. Ο όρος «ουραιμία», που κυριολεκτικά σημαίνει «ούρα στο αίμα», χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για να περιγράψει την κλινική κατάσταση που σχετίζεται με τη νεφρική ανεπάρκεια.
Η ουραιμία εμφανίζεται συχνότερα σε χρόνια νεφρική νόσο, ιδιαίτερα στα προχωρημένα στάδια, στο πλαίσιο επιδείνωσης της καρδιακής λειτουργίας λόγω χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και σε οξεία νεφρική βλάβη εάν η απώλεια της νεφρικής λειτουργίας είναι ταχεία π.χ. σε οξεία καρδιακή ανεπάρκεια. Η ουρία έχει τόσο άμεσες όσο και έμμεσες τοξικές επιδράσεις σε διάφορους ιστούς. Κλινικά, η ουραιμία εκδηλώνεται με την εμφάνιση ναυτίας, εμέτου, κόπωσης, ανορεξίας, με αλλαγές στη νοητική κατάσταση ή και αυξημένη δίψα. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του δέρματος με την ανεύρεση κρυστάλλων ουρίας στο δέρμα), κιτρινωπή δυσχρωμία ή υπερμελάγχρωση (μελανωμάτωση) με την επιδείνωση της ουραιμίας. Οι σοβαρές επιπλοκές της μη θεραπευμένης ουραιμίας περιλαμβάνουν σπασμούς, κώμα, καρδιακή ανακοπή και θάνατο. Αυτόματες αιμορραγίες μπορεί να εμφανιστούν και να περιλαμβάνουν γαστρεντερική αιμορραγία ή ακόμη και αυτόματα υποσκληρίδια αιματώματα. Η καρδιακή ανακοπή μπορεί να συμβεί λόγω σοβαρών ηλεκτρολυτικών διαταραχών, όπως υπερκαλιαιμία, μεταβολική οξέωση ή υποασβεστιαιμία. Σε διαβητικούς ασθενείς, σοβαρές υπογλυκαιμικές αντιδράσεις μπορεί να συμβούν εάν τα υπογλυκαιμικά φάρμακα δεν προσαρμοστούν στη μειωμένη κάθαρση κρεατινίνης. Η νεφρική οστεοδυστροφία, ως επακόλουθο της νεφρικής ανεπάρκειας, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης ή καταγμάτων. Η μειωμένη κάθαρση φαρμάκων σε νεφρική ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως τοξικότητα από διγοξίνη, αυξημένη ευαισθησία στα οπιοειδή και μειωμένη αποβολή φαρμάκων.
Η οριστική θεραπεία της ουραιμίας είναι η θεραπεία υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας, η οποία περιλαμβάνει αιμοκάθαρση, περιτοναϊκή κάθαρση ή μεταμόσχευση νεφρού. Σε εξατομικευμένη βάση επιλέγεται κάθε φορά η συμφέρουσα για τον ασθενή λύση. Η έναρξη της αιμοκάθαρσης ενδείκνυται, ανεξάρτητα από το επίπεδο του ρυθμού σπειραματικής διήθησης, όταν υπάρχουν σημεία ή συμπτώματα ουραιμίας που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με άλλες ιατρικές παρεμβάσεις.
Ο Κώστας Τσιούφης είναι καθηγητής Καρδιολογίας ΕΚΠΑ – Α’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών
Πηγή: tanea.gr