Με τα χέρια ψηλά στον αέρα /
με τα kufi στα κεφάλια /
παρελαύνουν στο δρόμο για το παλάτι.
Το kufi είναι αυτό το μικρό, στρογγυλό καπέλο χωρίς γείσο που φορούν οι πιστοί του Ισλάμ. Αλλά το Kufi είναι και τραγούδι. Πρώτο σε ακροάσεις, παίζει παντού στην Κωνσταντινούπολη. Παίζει λούπα στα κεφάλια των νεαρών που φωνάζουν τους δρόμους, και ξέρουν τους στίχους του απ’ έξω:
Δε μιλάμε τη γλώσσα τους, φίλε / η παράστασή τους σαρώνει /
οι ηθοποιοί τους είναι καλύτεροι / τα τρολ τους είναι καλύτερα /
κι εμείς ούτε τα κοράκια δεν μπορέσαμε να διώξουμε, φίλε /
και τα πουλιά είναι δαίμονες / αυτά τα πουλιά είναι δαίμονες.
Τα «πουλιά» είναι ολ’ αυτά που οι νέοι στις διαδηλώσεις μισούν.
Η Ντέλιν Κους στα πλάνα του YouΤube κρατάει τη ντουντούκα έξω απ’ το Δημαρχείο της Κωνσταντινούπολης και φωνάζει «θα αντισταθούμε και θα νικήσουμε». Δε φοράει μαντίλι, δείχνει στο φακό το πρόσωπό της: «Να σώσουμε τα τελευταία ψίχουλα δημοκρατίας», λέει. Είκοσι τριών ετών, μ’ ένα τείχος αστυνομικών απέναντι. Γιατί να το ρισκάρεις; Η Ντέλιν σηκώνει τους ώμους. «Δεν υπάρχει νόμος, δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Αυτός τα έχει καταργήσει όλα».
«Αυτός» είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Τα παιδιά στους δρόμους δε γνώρισαν ποτέ άλλον κυβερνήτη. Η Ντέλιν δεν υπήρχε όταν ο Ερντογάν βρέθηκε στο τιμόνι της Τουρκίας. Την ιστορία, όμως, την ξέρει: μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, στο πάρκο Γκέζι, ανάμεσα στις καστανιές και τις μανόλιες υπάρχει ένα πλαίσιο που γράφει «Αλί Ισμαήλ Κορκμάζ». Αν ο Αλί ζούσε σήμερα, θα ήταν 31 ετών. Τον σκότωσαν στο ξύλο το καλοκαίρι του 2013, στον ξεσηκωμό του πάρκου Γκέζι. Τώρα είναι για πάντα συναγωνιστής της Ντέλιν – ένα νεκρό παιδί 19 χρονών.
Τι είναι καλύτερο; Να πεθάνεις νέος, ή να περάσεις τη ζωή σου φιμωμένος; Ο Ονάτ, ο πιτσιρικάς που μιλάει στους ξένους δημοσιογράφους, προσπάθησε να πετάξει το φίμωτρο. Ηθελε κι αυτός να γίνει δημοσιογράφος. Σπούδασε επικοινωνία στην Κωνσταντινούπολη, ξόδεψε ό,τι λεφτά είχε ψάχνοντας για δουλειά, κι ύστερα γύρισε με τα φτερά πριονισμένα στο πατρικό του, στη Σμύρνη. «Ζω μια μέρα τη φορά. Μια ώρα τη φορά. Πάω στο σουπερμάρκετ. Το ίδιο προϊόν, 2-3 λίρες πιο ακριβό. Παρηγοριέμαι μόνος μου. “Πάλι καλά”, λέω, “που δεν αυξήθηκε πιο πολύ”».
Είναι σαν μια παγίδα ειδικά στημένη για σένα: παίρνεις δάνειο για να σπουδάσεις, αλλά μετά δε βρίσκεις δουλειά και χρωστάς το δάνειο. Βγάζεις κάρτες για να ζήσεις, η πρώτη τερματίζει, η δεύτερη εγκρίνεται, και το χρέος φουσκώνει: μια χιονοστιβάδα φορτωμένη σε πλάτες εικοσάρηδων.
Ολοι τους θέλουν να φύγουν απ’ την Τουρκία.
Ετσι λένε εννιά στους δέκα φοιτητές (93,6%) στην έρευνα του παγκόσμιου οργανισμού ETS. Ξέρουν, όμως, πως αυτό δε θα συμβεί ποτέ: οι οκτώ στους δέκα (82,6%) δεν έχουν αρκετά λεφτά. Εχουν, όμως, αρκετή οργή. Ο νόμος του AKP, το καθεστώς του παλατιού, είναι σα να φτιάχτηκε ειδικά για να τους τσακίσει. Ενας τούρκος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γκαίτε στη Γερμανία, ο Μεχμέτ Μουτλού, μάζεψε κι ανέλυσε 7.000 σχόλια νεαρών Τούρκων κάτω από τα πιο δημοφιλή ντοκιμαντέρ του YouTube για τη χώρα. Οι συχνότερα χρησιμοποιούμενες λέξεις ήταν «είμαι άνεργος», «χρωστάω», «μαφία», «συμμορία», «πελατειακό κράτος», «πνίγομαι», «κλαίω», «ζηλεύω τους ξένους». Ο καθηγητής μιλάει για μια γενιά σε συλλογική απόγνωση. Το άγχος για το μέλλον είναι η κλωστή που συνδέει τη δυστυχία, τη θλίψη και την οργή τους. Είναι το φιτίλι που άναψε τις τωρινές διαδηλώσεις.
Κάθε τόσο τα κοινωνικά δίκτυα πέφτουν, οι λογαριασμοί τους στο X μπλοκάρονται. Ομως υπάρχει πάντα το VPN. Σ’ ένα τυφλό κράτος, όλοι βλέπουν τι γίνεται στους δρόμους μέσα απ’ τις οθόνες. Αλλά άμα είσαι 20 χρονών, βλέπεις και κάτι άλλο στις οθόνες: πώς ζουν οι ξένοι. Πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή σου.
Χρόνια τώρα, κατεβάζεις τις σειρές που παίζει το Netflix και το Apple TV. Η «Εμιλι στο Παρίσι», και μετά «Το Μικρό Ταρανδάκι», και τώρα πρόσφατα η «Εφηβεία» που εσένα δε σε τρόμαξε: κι εσύ στη Γενιά Ζ ανήκεις. Ξέρεις καλά πώς δυο emoji στο Instagram φτάνουν να σου ξετινάξουν την ψυχή στα μουλωχτά. Ξέρεις, όμως, κι άλλα πράγματα, που κανείς στην ηλικία σου δε θα ‘πρεπε να τα ξέρει: βλέπεις τις ίδιες σειρές με τους άλλους, σκρολάρεις στα ίδια κλιπ στο Instagram, αλλά όταν μπαίνεις εσύ στο live του TikTok, σου βγάζει τους φίλους σου να φτύνουν τα πνευμόνια τους στο Σίσλι και το Νισάντασι, γιατί μόλις τους πότισε η αστυνομία σπρέι πιπεριού. Και κάπως έτσι η οθόνη κλείνει, και ξεμένεις στον πραγματικό κόσμο.
Το κελί απ’ την «Εφηβεία» είναι παλάτι μπροστά στο πατρικό σου, το μπαρ απ’ το «Μικρό Ταρανδάκι» θέλει ένα μεροκάματο για μια μπίρα, και η «Εμιλι στο Παρίσι» ζει έτη φωτός μακριά απ’ τη δική σου ζωή. Εσύ, αν βρεις δουλειά, θα παίρνεις μισθό 22.000 τουρκικές λίρες, δηλαδή 630 δολάρια. Ενα απλό αυτοκίνητο κάνει 50.000 δολάρια και το νοίκι του μήνα είναι δυο φορές ο μισθός σου: 1.200 δολάρια. Αν βέβαια έχεις μισθό.
Στο Ταρλάμπασι που ζει η Ρουκίε, κανείς δεν έχει δουλειά. Η ιστορία της είναι απ’ αυτές που παίζουν στα ξένα δίκτυα: η Ρουκίε, στα 27 της θα ‘πρεπε να ζει την πιο καλή της ηλικία. Εκείνη φοράει μια τριμμένη φόρμα και μαγειρεύει μακαρόνια σκέτα σε μια κατσαρόλα. «Πώς να πάμε μπροστά;», ρωτάει. «Αν δεν έχεις λεφτά, όλο πίσω πας, σε σέρνει η ζωή».
Ο γιος της, ο Ατακάν, είναι 11 χρονών, και τα πρωινά τριγυρνάει με τον πατέρα του στους δρόμους, ψάχνοντας τενεκεδάκια ν’ ανακυκλώσει, ή καμιά σανίδα, να την κάψει στη σόμπα του σπιτιού. Θα γίνει μια μέρα ποδοσφαιριστής, λέει, πολύ πλούσιος, κι έτσι δεν τον νοιάζει που δεν πάει σχολείο. Αλλά και να τον ένοιαζε, η Ρουκίε δεν έχει λεφτά για βιβλία.
Ο Ατακάν δε βγαίνει έξω άμα βρέχει, γιατί τα παπούτσια του έχουν τρύπες. Τα απογεύματα η οικογένεια τρώει σταυροπόδι στο πάτωμα, κι ύστερα η Ρουκίε μαζεύει τα πιάτα, στρώνει κουβέρτες και κοιμάται με τον άντρα της στο τρύπιο παρκέ. Ο Ατακάν λουφάζει στον καναπέ. Τη νύχτα τούς ξυπνάνε τα ποντίκια στο ταβάνι του σπιτιού, που τρέχουν πέρα – δώθε πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Η Ρουκίε έχει τύψεις που ζει έτσι ο Ατακάν. Αυτοί που έπρεπε κανονικά να έχουν τύψεις, δεν έχουν: τα στοιχεία λένε πως απ’ τα 15 ως τα 29, ένας στους 3 νέους είναι άνεργος κι απ’ τους ανήλικους ένα τεράστιο ποσοστό δεν πάει σχολείο. Που θα πει πως ο ένας στους δύο νέους δεν εκπαιδεύεται σε τίποτα. Απλώς περιφέρεται όλη μέρα στους δρόμους, ψάχνοντας κάτι να κάνει.
Και στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, βρίσκει τα πάντα. Σε μια γωνιά της πόλης ζει τ’ όνειρο του χίπστερ: βιβλιοπωλεία με γάτες, καφέ και γκέι μπαρ. Στην άλλη γωνία, σε κοιτάνε στραβά αν φοράς σορτς. Υπάρχουν οι συνοικίες με τα παραπήγματα, που σε ληστεύουν στο πρώτο σοκάκι. Υπάρχουν και οι περιοχές με τους ουρανοξύστες – η Κωνσταντινούπολη έχει τους περισσότερους στην Ευρώπη. Υπάρχουν κλαμπ τόσο ακριβά που κάνεις 3.000 δολάρια ζημιά σ’ ένα βράδυ. Υπάρχουν και καφενεία τόσο φθηνά, που νομίζεις πως το γκαρσόνι έκανε λάθος στο λογαριασμό.
Το υπερβολικό και το ελάχιστο ζουν αγκαλιασμένα στην Κωνσταντινούπολη, σε μια χαοτική αρμονία. Κι εσύ, είκοσι χρονών παιδί, συνθλίβεσαι ανάμεσά τους, χωρίς ελπίδες και χωρίς σημαίες, τραγουδώντας τους στίχους του Kufi. Ο τραγουδιστής, λένε, τους προφέρει επίτηδες αργά και καθαρά. Ισως έτσι καταλάβουν επιτέλους όλοι τι θέλουν να τους πουν τα παιδιά στις διαδηλώσεις.
Δεν αντέχω σ’ αυτόν τον πλανήτη, φίλε /
ο ουρανός είναι βαθύ μπλε / τ’ αστέρια είναι πανέμορφα /
αλλά δεν μπορούμε να ρίξουμε τον βασιλιά, φίλε /
κάτι αδαή πρόβατα/ κι οι λύκοι είναι δαίμονες /
αυτοί οι λύκοι είναι δαίμονες.
Με τα χέρια ψηλά στον αέρα /
με τα kufi στα κεφάλια τους /
παρελαύνουν στο δρόμο για το παλάτι.
Πηγή: tanea.gr