Του Τάσου Δασόπουλου
Άλλη μια επιβεβαίωση της βιωσιμότητας και της σταθερής αποκλιμάκωσης του ελληνικού χρέους στο διηνεκές δίνει το Debt sustainability monitor της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οποίο συντάχθηκε βάσει των στοιχείων που υπάρχουν μέχρι και το τέλος του 2024.
Η έκθεση τονίζει ότι ο μόνος κίνδυνος που υπάρχει για το ελληνικό χρέος είναι το ύψος του, ειδικά σε μια απότομη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού ή μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτό η έκθεση υποδεικνύει ότι οι προσπάθειες για την ταχύτερη μείωση του χρέους θα πρέπει να ενταθούν και τα επόμενα χρόνια. Τούτο διότι σύμφωνα με τις προβλέψεις, μετά το 2026 η μέση ετήσια μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 2,5 % – 3% του ΑΕΠ. Σε ακραία σενάρια, όπως η μείωση του της ανάπτυξης κατά 1%, μιας αύξησης των επιτοκίων δανεισμού μεγαλύτερης από 50 μονάδες βάσης, ή/και της αλλαγής οικονομικής πολιτικής, η πορεία του χρέους θα παραμείνει πτωτική. Ωστόσο, θα οδηγήσει το 2035 σε χρέος της τάξης του 128% του ΑΕΠ, δηλαδή 9% του ΑΕΠ υψηλότερο, από 119% του ΑΕΠ που προβλέπει το βασικό σενάριο. Σημειώνεται πάντως ότι η Ελλάδα αναμένεται να παραμείνει μέχρι και το 2035 η χώρα (μαζί με την Ρουμανία) η οποία θα έχει την μεγαλύτερη μείωση χρέους εντός της ΕΕ.
Τι λέει το βασικό σενάριο
Το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπει την μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 146,8% στο τέλος του 2025. Στην συνέχεια το χρέος θα μειωθεί περαιτέρω στο 142,4% του ΑΕΠ το 2026 και στο 138,6% του ΑΕΠ το 2027, όταν η Ελλάδα φιλοδοξεί να έχει χρέος χαμηλότερο από την Ιταλία. Η αποκλιμάκωση θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια αλλά με βραδύτερους ρυθμούς από ότι τώρα ο οποίοι δεν θα υπερβαίνουν το 3% του ΑΕΠ σε μέση ετήσια βάση Το χρέος θα μειωθεί στο 129,3% του ΑΕΠ το 2030 και στο 119,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2035. Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται ότι θα παραμείνει πάνω από 2% του ΑΕΠ μέχρι και το 2030 για να υποχωρήσει από το 2031 μέχρι και το 2035 στο 1,5% του ΑΕΠ.
Η προσαρμογή ελλείμματος – χρέους (δηλαδή η διαφορά της αύξησης του ελλείμματος από αυτήν του χρέους) θα είναι θετική μέχρι και το τέλος του 2026, όταν θα συνεχίζονται οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και στην συνέχεια θα μηδενιστεί μέχρι και το τέλος του 2035.
Οι ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ σε μέση ετήσια βάση, μέχρι και το 2032. Από το 20233 οι δαπάνες για το χρέος θα ξεπεράσουν το 15% του ΑΕΠ, καθώς η Ελλάδα θα αρχίσει να αποπληρώνει μαζί με το κεφάλαιο και τους τόκους ύψους 25 δις ευρώ, από το δάνειο των 90 δις ευρώ, το οποίο πήρε από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό χρηματοπιστωτικής σταθερότητας μπαίνοντας στο δεύτερο μνημόνιο.
Παράγοντες κινδύνου
Παρότι η Επιτροπή δεν εντοπίζει σοβαρούς παράγοντες κινδύνου για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αναφέρεται σε κάποια αδύνατα σημεία τα οποία δυνητικά θα μπορούσαν να προκαλέσουν αποκλίσεις.
Συγκεκριμένα, ως ενδεχόμενο που θα οδηγήσει την επιβράδυνση της μείωσης του χρέους αναφέρει τυχόν μεγάλες καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων. Ένας δεύτερος παράγοντας κινδύνου είναι η εκκαθάριση των κόκκινων δανείων. Ως γνωστό, μεγάλο μέρος από τα δάνεια αυτά έχουν τιτλοποιηθεί μέσω του προγράμματος Ηρακλής, τα ομόλογα του οποίου έχουν κρατικές εγγυήσεις. Ο τρίτος παράγοντας κινδύνου, σύμφωνα με την Κομισιόν, είναι οι αποφάσεις δικαστηρίων για προσφυγές συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι), οι οποίες μπορεί να δημιουργήσουν πρόσθετες υποχρεώσεις στους ετήσιους προϋπολογισμούς και να γίνουν αιτία αποκλίσεων σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του χρέους.
Διαβάστε ακόμη:
* Οι επτά σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία
* Εκρηκτική ζήτηση για την επανέκδοση ομολόγων – Αντλεί €3 δισ. η Αθήνα με προσφορές άνω των €56,5 δισ.
* Τα 12 χρονικά ορόσημα για την οικονομία το υπόλοιπο του 2025
Πηγή: capital.gr