Μέχρι πρότινος υπήρχε για τους κυβερνώντες μόνο το ψυχολογικό όριο: το 28% της ευρωκάλπης του 2024, ως ποσοστό που επείγει, όπως παραδέχονται βουλευτές της ΝΔ, «να το κλειδώσουμε δημοσκοπικά για σταδιακή επιστροφή μας σε τροχιά 30% και άνω».
Ξαφνικά υπάρχει ακόμα ένα, όχι ψυχολογικό αλλά ουσιαστικό: το 25%, ως το κατώφλι που ξεκλειδώνει το κλιμακωτό μπόνους για το πρώτο κόμμα.
Είναι εκείνο που μπορεί να φέρει ανατροπή του πολιτικού σκηνικού και των συσχετισμών στην επόμενη Βουλή, καθώς αποτελεί το «τεχνικό» όριο που, αν δεν επιτευχθεί, καταργεί την ενισχυμένη αναλογική.
Με το κυβερνών κόμμα στη χειρότερη φάση από το 2019, σε περίοδο αναδιαμόρφωσης της στρατηγικής του απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του και με φόντο τα ηχηρά δημοσκοπικά μηνύματα της περιόδου, «ΤΑ ΝΕΑ» επεσήμαναν από την περασμένη εβδομάδα («Μεγάλες ανατροπές», 21 Μαρτίου) την κρισιμότητα αυτού του ορίου, το οποίο εντείνει απότομα τους γαλάζιους προβληματισμούς.
Διότι μπορεί οι επιτελείς του Μαξίμου να διαπιστώνουν στις τελευταίες αναλύσεις τους έστω σημειακές θετικές διορθώσεις, ωστόσο σε μια πορεία τριμήνου η ΝΔ έχει οδηγηθεί όχι μόνο χαμηλότερα από τη ζώνη επίδοσής της στις ευρωεκλογές αλλά και τελικά μια ανάσα από το ουσιαστικό όριο στην εκτίμηση ψήφου – στην πρόθεση ψήφου κινείται σαφώς κάτω του 25%.
Ο εκλογικός νόμος είναι σαφής: μόνο εάν το πρώτο κόμμα πετύχει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 25% παίρνει το δώρο των 20 εδρών και στη συνέχεια λαμβάνει επιπλέον μία έδρα για κάθε επιπλέον 0,5% στο αποτέλεσμα (άρα σε κάθε έξτρα μονάδα, δύο βουλευτές).
Ολα σταματούν στο 40%, ποσοστό στο οποίο δίνεται το μάξιμουμ των 50 εδρών.
Με λίγα λόγια, εάν ο πρώτος πιάσει 25% αφήνει 280 έδρες προς κατανομή, εάν πιάσει 40% αφήνει 250 έδρες και εάν πιάσει από 24,99% και κάτω βλέπει όλες τις έδρες, και τις 300, να κατανέμονται αναλογικά.
Επιπλέον η επίτευξη αυτοδυναμίας – τροχιά από την οποία απέχει σήμερα η ΝΔ – περνάει και μέσα από το άθροισμα των κομμάτων που δεν πιάνουν το 3% για είσοδο στη Βουλή.
Οταν γαλάζια στελέχη επιμένουν να λένε σήμερα ότι κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια το εκλογικό τοπίο του 2027 και πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή, το κάνουν για αποφύγουν συζητήσεις για τη μετεκλογική μέρα, αλλά στο μυαλό τους έχουν (ως προσδοκία) το εξής: να συμπιεστούν ή και να αλληλοεξουδετερωθούν οι «μικροί», καθώς όσο περισσότεροι μένουν εκτός τόσο ανοίγει ο δρόμος για μονοκομματική κυβέρνηση: άλλος (υψηλότερος) ο πήχης αυτοδυναμίας με εννιακομματική Βουλή, όπως η σημερινή, άλλος (χαμηλότερος) με εξακομματική, όπως του 2019.
Ο δημοσκοπικός εγκλωβισμός της ΝΔ γενικώς και το κρίσιμο 25% ειδικώς θέτουν σε κίνηση την Κοινοβουλευτική Ομάδα και κομματικά στελέχη.
Ο Μητσοτάκης έχει ανοίξει το γραφείο του για συζήτηση με βουλευτές πριν και από τον κυβερνητικό ανασχηματισμό, επέστρεψαν τα βουλευτικά δείπνα ζύμωσης και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος μέσα από ομαδικές ερωτήσεις, απελευθερώνονται γκρίνιες ενόψει και της συνεδρίασης της ΚΟ τυπικώς για την εκλογή του νέου γραμματέα Απόστολου Βεσυρόπουλου στις 4 Απριλίου.
Εχουν ζωηρέψει όμως και οι γνωστές επικρίσεις για τον εκλογικό νόμο. Σημειωτέον, κάποτε το μπόνους δινόταν στον πρώτο ανεξάρτητα από το ποσοστό του – το είχε πάρει, για παράδειγμα, η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά με 18% το 2012.
Γαλάζιοι ξαναμπαίνουν στη σφαίρα της σεναριολογίας για τυχόν στοχευμένες διορθώσεις στο μοντέλο της ενισχυμένης αναλογικής.
Και ενώ εντείνονται οι αγωνίες βουλευτών για τις πιθανότητες επανεκλογής τους και για τη δυνατότητα διεκδίκησης της αυτοδυναμίας, ο Μητσοτάκης αρνείται ότι σκέφτεται πειράματα. Ακόμα και «δικοί» του, επικριτές του ισχύοντος μοντέλου, αναγνωρίζουν ότι προσώρας είναι δεσμευμένος από δικές του κατηγορηματικές αρνήσεις ότι θα αλλάξει τη «μηχανική» του εκλογικού νόμου.
Ο ρόλος των ηλικιών και των αναποφάσιστων
Το πρωθυπουργικό γραφείο κόβει οποιαδήποτε εκλογική συζήτηση και θέλει επισήμως να δείχνει ότι δίνει το στοίχημα του «χειροπιαστού αποτελέσματος», παλεύοντας να διευρύνει την κυβερνητική καθημερινότητα ώστε να απευθυνθεί σε διευρυμένα ακροατήρια.
Το πρότζεκτ «ανάκτηση δυνάμενων – επαναπατρισμός ψηφοφόρων» φαντάζει απαιτητικό.
Οι ειδικοί των μετρήσεων συμφωνούν ότι οι αναλύσεις των ποιοτικών στοιχείων δείχνουν σημαντικά περιορισμένες τις δεξαμενές της ΝΔ. Δεν είναι μόνο η κατάρρευσή της, λόγω του φορτίου των Τεμπών, στις έτσι κι αλλιώς «δύσκολες» νεότερες ηλικίες – τους 17άρηδες και 20άρηδες.
Εγκυρη πηγή αναφέρει ότι συνολικά στους 17-40 ετών η ΝΔ είναι δεύτερο κόμμα και με διαφορά (πέντε – έξι μονάδων) από το πρώτο, την Πλεύση Ελευθερίας.
Προς τη Ζωή Κωνσταντοπούλου άλλωστε χάνει και η ΝΔ – τελευταία ευρήματα έδειξαν νεοδημοκρατικές διαρροές σε ίδια ποσοστά προς Πλεύση Ελευθερίας και προς ΠΑΣΟΚ, μόνο που από το ΠΑΣΟΚ το κυβερνών κόμμα παίρνει κιόλας.
Προβληματική είναι η εικόνα της ΝΔ και στους 40-54 ετών, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι αυτό δεν είναι αποκλειστικά «αποτύπωμα Τεμπών».
Εκείνο που δεν έχει αλλάξει είναι η υπεροχή της κεντροδεξιάς παράταξης στους άνω των 55 ετών και πρωτίστως στους 65+.
Εμπειρος δημοσκόπος διαπιστώνει τελευταία αφενός τον περιορισμό των νεοδημοκρατικών απωλειών προς τη Φωνή Λογικής, αφετέρου μια τάση ισορροπίας στη μάχη ΝΔ – ΠΑΣΟΚ στους κεντρώους: άρα μια «διόρθωση» υπέρ της ΝΔ αλλά κυρίως επειδή πέφτει το ΠΑΣΟΚ, όχι γιατί ανεβαίνει εκείνη.
Από την πλευρά του το Μαξίμου έχει σταθερό ενδιαφέρον στην ενισχυμένη γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων – τη ζώνη κυριαρχίας των γυναικών και στην οποία εντοπίζεται το λιγότερο ένα 10% ψηφοφόρων της ΝΔ στις ευρωεκλογές. Εκεί διακρίνουν οι κυβερνώντες διεκδικήσιμα ακροατήρια.
Πηγή: tanea.gr