Οι αμερικανικές σημαίες κατά μήκος της κιονοστοιχίας του Λευκού Οίκου προσέφεραν το ιδανικό φόντο για την ανακοίνωση που έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ την Τετάρτη 2 Απριλίου. «Συμπολίτες μου Αμερικανοί, αυτοί είναι η Μέρα της Απελευθέρωσης», διακήρυξε ο αμερικανός πρόεδρος. Κρατούσε μια πινακίδα με τους δασμούς που θα επέβαλλε σε κάθε χώρα: 32% για την Ταϊλάνδη, 34% (αρχικά…) για την Κίνα, 49% για την Καμπότζη, 26% για την Ινδία, 20% για την ΕΕ και πάει λέγοντας. Σε όλο τον κόσμο, άνθρωποι αλληθώριζαν προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουν τους αριθμούς που θα επαναρύθμιζαν κρίσιμες οικονομικές σχέσεις.
Η 2α Απριλίου παρουσιάστηκε ως μία «διακήρυξη οικονομικής ανεξαρτησίας», με στόχο την αναδιαμόρφωση του παγκόσμιου εμπορίου, αφού οι ισορροπίες του κρίθηκαν υπερβολικά δυσμενείς για την Ουάσιγκτον. Οι «αμοιβαίοι» τελωνειακοί δασμοί που ανακοινώθηκαν, με την ασυνάρτητη μέθοδο υπολογισμού τους, είχαν σκοπό να σηματοδοτήσουν τη ρήξη με την εποχή της παγκοσμιοποίησης και την ιδεολογία του ελεύθερου εμπορίου και να δώσουν ιστορική ώθηση στην αμερικανική βιομηχανική βάση. Ηταν η εκδίκηση της Main Street (δηλαδή του απλού αμερικανού εργαζομένου) κατά της Wall Street.
Οπως χαρακτηριστικά σχολίασε η γαλλική «Le Monde» μία εβδομάδα αργότερα, ωστόσο, «μια επανάσταση που περιλαμβάνει κουμπί “pause” δεν είναι επανάσταση. Είναι ένα φιάσκο, ένας τυχαίος αυτοσχεδιασμός, ακόμα και αν οι εμπνευστές της αρνούνται το προφανές». Και αυτό το προφανές επέβαλε αμείλικτα την παρουσία του την περασμένη Τετάρτη, όταν ο Τραμπ «πάγωσε» για 90 ημέρες τους δασμούς στο 10% για τις περισσότερες χώρες, αυξάνοντας παράλληλα στο 145% (από 104% όπου βρίσκονταν το ίδιο πρωί) τους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές.
Οι συνεργάτες του Τραμπ έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να εκλογικεύσουν το χάος. Μιλώντας σε δημοσιογράφους λίγο μετά την ανακοίνωσή του, τόσο ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ όσο και η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λίβιτ προσπάθησαν να δημιουργήσουν την εντύπωση πως αυτή ήταν η κορύφωση ενός προσεκτικά μελετημένου σχεδίου – να απομονωθεί η Κίνα ως ο βασικός υπεύθυνος για τα βάσανα των αμερικανών εργαζομένων. «Αυτή ήταν η στρατηγική του από την αρχή», διαβεβαίωσε ο Μπέσεντ. «Και θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως έσυρε την Κίνα σε μια δυσμενή θέση. Απάντησαν. Αποκαλύφθηκαν στον κόσμο ως ένας κακόβουλος παράγοντας», πρόσθεσε.
«Πολλοί από εσάς στα ΜΜΕ χάσατε ξεκάθαρα την “Τέχνη της συμφωνίας” [το πιο διάσημο βιβλίο του Τραμπ]», κούνησε με τη σειρά της το δάχτυλο στους δημοσιογράφους η Λίβιτ. «Αποτύχατε ξεκάθαρα να δείτε τι κάνει εδώ ο πρόεδρος Τραμπ», συνέχισε. «Προσπαθήσατε να πείτε ότι ο υπόλοιπος κόσμος θα μετακινούνταν εγγύτερα στην Κίνα, ενώ στην πραγματικότητα είδαμε το αντίθετο. Ολος ο κόσμος καλεί τις ΗΠΑ, όχι την Κίνα, επειδή χρειάζονται τις αγορές μας, χρειάζονται τους καταναλωτές μας και χρειάζονται αυτόν τον πρόεδρο στο Οβάλ Γραφείο για να τους μιλήσει». «Μόλις παρακολουθήσατε το σπουδαιότερο μάθημα οικονομικής στρατηγικής στην Ιστορία από πλευράς αμερικανού προέδρου», πλειοδότησε ο Στίβεν Μίλερ, ανώτερος σύμβουλος του Τραμπ.
Ο Τόμας Φρίντμαν, ο γνωστός αρθρογράφος των «New York Times», δεν πείστηκε. Καθόλου όμως. «Εχω πολλές αντιδράσεις για την υποχώρηση του προέδρου Τραμπ στο παράλογο σχέδιό του να δασμολογήσει τον κόσμο, αλλά συνολικά μια αντίδραση μου έρχεται συνεχώς στο μυαλό: όταν προσλαμβάνεις κλόουν, πρέπει να περιμένεις τσίρκο. Και συμπολίτες μου Αμερικανοί, έχουμε προσλάβει μια ομάδα κλόουν», έγραψε. Δεν δίστασε μάλιστα να χαρακτηρίσει αυτή την «υποχώρηση» «το εμπορικό ισοδύναμο της χαοτικής αποχώρησης της κυβέρνησης Μπάιντεν από το Αφγανιστάν, από την οποία ουδέποτε ανέκαμψε. Αλλά τουλάχιστον ο Τζο Μπάιντεν μας έβγαλε από έναν πολυδάπανο πόλεμο χωρίς δυνατότητα νίκης. Ο Τραμπ μόλις μας έβαλε σε έναν πόλεμο χωρίς δυνατότητα νίκης», σημείωσε εξηγώντας αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους ένας διμερής εμπορικός πόλεμος με την Κίνα δεν είναι και ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να διορθωθεί η εμπορική ανισορροπία ανάμεσα στις δύο χώρες.
Μόλις ένα 24ωρο νωρίτερα, από τις σελίδες της ίδιας εφημερίδας, ο Ντέιβιντ Σάνγκερ είχε χαρακτηρίσει την όλη «επιχείρηση δασμοί» ένα «πείραμα απερισκεψίας» και ακόμα ένα παράδειγμα της συνήθειας που έχει ήδη αποκτήσει στις 82 (μόλις…) ημέρες που βρίσκεται στην εξουσία η κυβέρνηση Τραμπ 2.0, να διαλύει κάτι, μόνο και μόνο για να αποκαλύψει ότι δεν έχει κανένα σχέδιο για το πώς θα το αντικαταστήσει. «Ενα τρισεκατομμύριο σχόλια έχουν σπαταληθεί κατηγορώντας τους λάθος ανθρώπους για Σύνδρομο Διαταραχής Τραμπ (TDS)», έγραφε από την πλευρά του στους «Financial Times» ο Εντουαρντ Λιούις. «Το πραγματικό TDS πλήττει εκείνους που συνεχίζουν να βλέπουν έναν ορθολογικό παράγοντα ή μια οικονομική παρτίδα σκάκι εκεί που δεν υπάρχει». «Η ταχύτητα και το χάος που περιβάλλουν την εφαρμογή της πολιτικής Τραμπ έχουν δημιουργήσει τεράστια, παγκόσμια οικονομική αναστάτωση», σχολίαζε από την πλευρά του ο Ιαν Μπρέμερ, ο ιδρυτής του Eurasia Group. «Κανείς εν ζωή δεν έχει δει ποτέ μια αυτοπροκληθείσα αστάθεια τέτοιας κλίμακας. Ο πρόεδρος Τραμπ έχει γίνει ο μεγάλος ταραχοποιός».
Γιατί φυσικά, όπως παραδέχθηκε με μια εντυπωσιακή ανεμελιά ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος, όλο αυτό δεν ήταν ένα «μάθημα οικονομικής στρατηγικής» αλλά μια, μερική έστω, κυβίστηση υπό την πίεση των αγορών. «Κοιτούσα την αγορά ομολόγων και ήταν πολύ δύσκολη η κατάσταση», εξήγησε ο Τραμπ το απόγευμα της Τετάρτης. «Αν την κοιτάξετε τώρα, είναι πανέμορφη. Αλλά είδα χθες το βράδυ ότι ο κόσμος είχε αρχίσει να ανησυχεί λίγο». «Ξέρω πολύ καλά τι κάνω», είχε πει εντούτοις ο ίδιος την Τρίτη στους Ρεπουμπλικανούς. «ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ! Ολα θα πάνε καλά», διαβεβαίωσε στις 09.33 την Τετάρτη. «ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΣΤΙΓΜΗ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ!!!», επανήλθε τέσσερα λεπτά αργότερα, υποδυόμενος ταυτόχρονα τον πρόεδρο, τον δισεκατομμυριούχο και τον χρηματιστή.
Λιγότερες από πέντε ώρες μετά, όσοι είχαν ακολουθήσει τη (σχεδόν ύποπτη, είναι η αλήθεια…) παραίνεσή του είχαν, πράγματι, γίνει πλουσιότεροι. Την εβδομάδα που προηγήθηκε, ωστόσο, υπολογίζεται πως έκαναν φτερά 14,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Και αν συνυπολογίσει κανείς τη σχέση εξάρτησης που έχει η οικονομία με τη σταθερότητα και την εμπιστοσύνη, καταλαβαίνει πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα τα χειρότερα να έρχονται. Εχουμε άλλωστε μπροστά μας ακόμα 1.380 ημέρες Τραμπ. Τουλάχιστον. Αν δεν αποφασίσει να μείνει παραπάνω.
Πηγή: tanea.gr