Ο «πράσινος θεός» δεν νιώθει τόσο δυνατός

Ο «πράσινος θεός» δεν νιώθει τόσο δυνατός

«Οι οικονομολόγοι επιμένουν ότι τα εμπορικά ελλείμματα της Αμερικής, τα οποία ο Τραμπ επιδιώκει να περιορίσει μέσω των δασμών, αποτελούν ένδειξη κυριαρχίας και όχι αδυναμίας» σημείωνε ο Πολ Γουάιζμαν σε ανάλυσή του στο Associated Press, η οποία αναδημοσιεύτηκε στο «Time» και πολλά ακόμη ΜΜΕ παγκόσμιας εμβέλειας. Αναμφίβολα, το παραπάνω επιχείρημα κάθε άλλο παρά στερείται λογικής. Διότι τα ελλείμματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν, κατά κάποιον τρόπο, ως το «αντίτιμο» που έχουν (συνειδητά) καταβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και δεκαετίες προκειμένου να διασφαλίσουν τόσο την ευημερία, τα κέρδη και το οικονομικό τους μοντέλο στο εσωτερικό όσο και την πρωτοκαθεδρία τους στις διεθνείς αγορές.

Επί της ουσίας, το βασικό που επεδίωκαν μέχρι σήμερα με την καθοριστική συνδρομή της «ανεξάρτητης» Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) ήταν να διασφαλίζουν τον δανεισμό με φτηνό χρήμα, τροφοδοτώντας την υπερκατανάλωση και τη συντήρηση ενός συστήματος «Λεβιάθαν» (μαζί και της στρατιωτικής τους μηχανής). Κι αυτό ήταν κάτι που, με τη σειρά του, απαιτούσε όσο το δυνατόν πιο χαμηλά επιτόκια και αποδόσεις ομολόγων, καθώς και απρόσκοπτη και διαρκή ροή άμεσων ξένων επενδύσεων στις ΗΠΑ. Η αλήθεια δε είναι πως τα είχαν μέχρι σήμερα καταφέρει με βασικό μοχλό τον «πράσινο θεό»: Το δολάριο, το οποίο είναι μεταπολεμικά το κυρίαρχο νόμισμα σε όλα τα επίπεδα των συναλλαγών και πληρωμών στον πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα παραμένει (παρά το έδαφος που έχει χάσει τα τελευταία 25 χρόνια) το βασικό νόμισμα κρατών και επενδυτών – γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα, εκτός των άλλων, να αποτελεί διαχρονικά το πιο σταθερό σημείο αναφοράς σε επίπεδο συναλλαγματικών αποθεμάτων.

«Το ισχυρό δολάριο είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ» ήταν το δόγμα όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Το τηρούσαν δε ευλαβικά, με αποτέλεσμα ακόμη και οι περίοδοι κρίσης να αποδεικνύονται σχετικά σύντομες, καθώς τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να κλονίσει τη θέση του ως «ασφαλούς καταφυγίου» – την οποία απέκτησε το 1944, με τη Συνθήκη του Μπρέτον Γουντς και τον «κανόνα του χρυσού», ενώ τη διατήρησε και μετά τη (μονομερή) κατάργησή του, στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Αυτός, εξάλλου, είναι και ο λόγος που στο τέλος του 2024 οι ξένοι (ιδιώτες, funds και κράτη) είχαν στην κατοχή τους αμερικανικό δημόσιο χρέος ύψους 33 τρισ. δολαρίων – ήτοι πάνω από το 90% του συνολικού – αλλά και για το γεγονός ότι στη διάρκεια του 2024, τελευταίου έτους της προεδρίας Μπάιντεν, το δολάριο ενισχύθηκε κατά 7%, παρά το ότι η εικόνα της αμερικανικής οικονομίας δεν ήταν καλή.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m1’); });

Γυρίζει σελίδα,

ρισκάρει πολλά

Ολα τα παραπάνω, όμως, δείχνουν να αλλάζουν άρδην με τη δεύτερη προεδρία Τραμπ, καθώς η σιγουριά του παρελθόντος έχει δώσει τη θέση της στην αβεβαιότητα για το μέλλον. Κάτι που αποτυπώνεται ήδη στη μεγάλη υποχώρηση της ισοτιμίας του δολαρίου έναντι του ευρώ και άλλων σημαντικών νομισμάτων, στην αύξηση των spread στα δεκαετή ομόλογα, με συνέπεια οι ΗΠΑ να έχουν φτάσει σήμερα να δανείζονται ακριβότερα από ό,τι η Ελλάδα και η Ιταλία.

Ολα αυτά δεν συμβαίνουν τυχαία. Οπως σημειώνουν αρκετοί αναλυτές, ο Λευκός Οίκος μοιάζει αποφασισμένος να γκρεμίσει την παλιά τάξη πραγμάτων στην οικονομία – έστω κι αν την έχουν χτίσει οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Για να την αντικαταστήσει με μια καινούργια, η οποία θα ανταποκρίνεται περισσότερο στα δεδομένα και τους συσχετισμούς της εποχής. Μιας εποχής στην οποία οι πάντες έχουν καταλάβει ότι ο κόσμος δεν ανήκει πια στο σύνολό του στις ΗΠΑ, μια και το «μερίδιό» τους αμφισβητείται από τις αναδυόμενες δυνάμεις και, πρώτα και κύρια, την Κίνα – η οποία μπορεί να έχει μεγάλη απόσταση να καλύψει, όμως κατανοεί ότι οι εξελίξεις πλέον «τρέχουν» πολύ πιο γρήγορα.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m2’); });

Φαίνεται, μάλιστα, ότι στα σχέδια του Τραμπ και του επιτελείου του δεν έχουν θέση ούτε το «σκληρό» δολάριο ούτε ο αέναος δανεισμός, ούτε όμως ο άνευ όρων και ορίων καταναλωτισμός. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως δεν έχουν κρύψει την προτίμησή τους σε ένα πιο «ασθενές» νόμισμα, θεωρώντας ότι αυτό είναι το φάρμακο για τον περιορισμό των ελλειμμάτων – τα οποία, όπως έχει επανειλημμένως ισχυριστεί ο νυν πρόεδρος, είναι συνέπεια της «στυγνής εκμετάλλευσης» και της «καταλήστευσης» της Αμερικής από τους εταίρους της, συμμάχους και αντιπάλους.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_2’); });

Η βίαιη και ταχεία αναπροσαρμογή που επιχειρείται συνιστά, σε κάθε περίπτωση, ένα ιδιαιτέρως παράτολμο εγχείρημα, του οποίου η ορθολογικότητα αμφισβητείται από πολλούς. «Οταν ο υπόλοιπος κόσμος κρίνει πως τα περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ δεν είναι πλέον ελκυστικά, τότε θα αρχίσει το ξεπούλημά τους. Οχι μέσα σε μερικές μέρες, αλλά σε βάθος χρόνων» σημειώνει ανάλυση στην ιστοσελίδα Axios, αφήνοντας έτσι σαφώς να εννοηθεί πως η τάση που δημιουργείται σήμερα θα έχει διάρκεια. Τι θα σημαίνει αυτό; Οπως επισημαίνει η ίδια ανάλυση, «όταν ο κόσμος χάσει την εμπιστοσύνη του στις ΗΠΑ ως έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, η συνέπεια θα είναι η υποχώρηση της τιμής των μετοχών και της ισοτιμίας του δολαρίου και η άνοδος των επιτοκίων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα ενυπόθηκα δάνεια».

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ