«Θα μιλήσω στους Γερμανούς για το θάρρος και την αντοχή σας»

«Θα μιλήσω στους Γερμανούς για το θάρρος και την αντοχή σας»

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως υπάρχουν γεγονότα που η παρέλευση του χρόνου, ακόμη και των πολλών χρόνων, πενήντα τρία στη συγκεκριμένη δική μας περίπτωση, τα κάνει να ακούγονται ακόμη πιο ζωντανά και πιο ενδιαφέροντα. Οπως, για παράδειγμα, υπήρξε η ομιλία του γερμανού συγγραφέα Γκίντερ Γκρας στην Αθήνα, στο θέατρο «Αλφα», στις 20 Μαρτίου του 1972 (το Νομπέλ Λογοτεχνίας θα του απενεμηθεί δεκαεπτά χρόνια αργότερα, στα 1999), μια ομιλία-σταθμός, αν ληφθεί υπόψη ότι ο τίτλος της «Λόγος εναντίον της συνήθειας» ήταν μια απερίφραστη καταδίκη των δικτατοριών οπουδήποτε γης. Επομένως και της δικτατορίας που είχε επιβληθεί πριν από πέντε χρόνια στην Ελλάδα – οι αναφορές σε αυτήν του γερμανού πεζογράφου, όπως συμπεραίνεται από την ανάγνωση της ομιλίας του, είναι άμεσες και ευθείες. Ο Γκίντερ Γκρας είχε έρθει στην Ελλάδα καλεσμένος της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων που πρωτοστατούσε σε εκδηλώσεις αντιδικτατορικού και αντιστασιακού χαρακτήρα, έχοντας επικεφαλής της τον πολιτικό Γιάγκο Πεσμαζόγλου, τους συγγραφείς Θ.Δ. Φραγκόπουλο και Ρόδη Ρούφο αλλά και άλλους πνευματικούς δημιουργούς. Οπως για παράδειγμα τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο, που σε μια αποτίμηση του έργου της Εταιρείας αυτής αλλά και της προσωπικής του στάσης, αμέσως μετά την πτώση της χούντας, έγραψε πως ένα «χαντάκι» θα χώριζε για ένα μακρότατο μέλλον τους συντηρητικούς και συμβιβασμένους με το καθεστώς της 21ης Απριλίου συγγραφείς από τους εξεγερμένους και επαναστατημένους κατά τη διάρκειά της συναδέλφους τους.

Η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων με προσκάλεσε να σας μιλήσω ως συγγραφέας και ως σοσιαλδημοκράτης. Ευχαριστώ για την πρόσκληση αυτή. Θα ήθελα κατ’ αρχήν να αφήσω να εννοηθεί περί τίνος θα επιθυμούσα αλλά δεν μπορώ να μιλήσω, περί τίνος θα μπορούσα, αλλά δεν θέλω να μιλήσω και, τέλος, περί του τι πρέπει, αποσιωπώντας το με τη συγκατάθεσή σας, να παραλείψω…

Οταν μιλώ εδώ για Δημοκρατία, κάθε έλληνας δημοκράτης γνωρίζει ποια Δημοκρατία εννοώ, το πώς χάθηκε, ποιος πριν απωλεσθεί την είχε διακωμωδήσει και τι πράγματι σημαίνει απώλεια των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Σεις γνωρίζετε την ιστορία της χώρας σας. Δεν χρειάζεται να σας εξηγήσει ένας ξένος το πώς έγινε μπορετό να αναβιώσει η δικτατορία του Αυγούστου του 1936, ποιοι από τους κρατούντες είναι αρκετά ικανοί να παίξουν σήμερα τον ρόλο του Μεταξά και γιατί η ιστορία επαναλαμβανόμενη στήνει τις τραγωδίες της σαν φάρσες.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m1’); });

Εδώ φυσικά δεν είναι αναγκαίο να αναφέρει κανείς τα οικονομικά αίτια, μια και σας είναι γνωστές οι ομάδες συμφερόντων που στην Ελλάδα του μεσοπολέμου και στη δεκαετία του 1960 αντιτάχθηκαν στη Δημοκρατία. Και δεν επιτρέπεται να αποτελέσει δικό μου έργο να κρίνω και να επικρίνω τα δημοκρατικά εκείνα κόμματα, που ο οπορτουνισμός ή η ιδεολογική τους τύφλωση κατέστησαν τη Δημοκρατία αναξιόπιστη και που είναι συνυπεύθυνα για τη χρεοκοπία της. Δεν θα είχε επίσης νόημα να αναφέρει κανείς ονόματα και στρατιωτικούς βαθμούς, μια και τόσο τα πρόσωπα όσο και τα αξιώματα είναι εφήμερα και αποτελούν μόνο την προθήκη μιας τάσης, που υποβόσκει επικίνδυνα σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι η τάση για την αναστήλωση ολοκληρωτικών συστημάτων, που διδάχθηκε πολλά από το πρόσφατο ελληνικό παράδειγμα […]

Η Ελλάδα είναι η έκφραση της Ευρώπης. Μόλις μαραζώσει η ελευθερία στην Ελλάδα, η Ευρώπη φτωχαίνει. Επειδή ακριβώς σας αφαίρεσαν τα δημοκρατικά σας δικαιώματα, απειλούνται τα δικά μας. Η Δημοκρατία δίδαξε άλλους λαούς κι όχι τον λαό της χώρας που τη γέννησε. Τώρα έρχεται εδώ ο ευγνώμων μαθητής της με άδεια χέρια και του λείπουν κι οι κατάλληλες λέξεις…

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_2’); });

Αφού προσπάθησα να κάνω αντιληπτά εκείνα που δεν μπορούν να λεχθούν, επιθυμώ να σας αυτοσυστηθώ: Γεννήθηκα το 1927, στο Ντάντσιχ της Βαλτικής. Το 1933 ήμουν έξι χρονών, το 1939 δώδεκα και τον Μάιο του 1945 δεκαεπτά… εν τούτοις όμως αρκετά ώριμος για να δεχθώ τις επιδράσεις και τις επιπτώσεις του. Αθελά μου μη βεβαρημένος, ίσως συμπτωματικά μόνο αθώος, μολαταύτα δεν πιστεύω σε όψιμες αντιφασιστικές καυχησιολογίες. Τιμώ όμως την αντίσταση που έχει επίγνωση του κινδύνου και εκτίθεται σ’ αυτόν.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m2’); });

Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μεγάλωσα, δύστροπος στην αρχή, μέσα στο άγνωστο τότε για μένα κοινωνικό εκείνο σύστημα που ονομάζεται δημοκρατικό και που – όπως ορίζει το Σύνταγμα – εγγυάται τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα. Διερεύνησα με περιέργεια τις δυνατότητές μου, πρώτα ένιωσα την ελευθερία μέσα στην τέχνη και αιφνιδιάστηκα όταν συνειδητοποίησα την κοινωνία και την εξάρτηση απ’ αυτήν.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_3’); });

Οταν το 1949 έγιναν για πρώτη φορά εκλογές στα δύο γερμανικά κράτη, μόνον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αποφάσισε την ελεύθερη και μυστική ψηφοφορία, ενώ στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας συνεχίσθηκε η εθνικοσοσιαλιστική πρακτική των κατευθυνόμενων εκλογών με κομμουνιστική τώρα προμετωπίδα.

Σχετικά νωρίς έδωσα την ψήφο μου στους σοσιαλδημοκράτες. Τάχθηκα δηλαδή υπέρ της μεταρρυθμιστικής πολιτικής έκφρασης του δημοκρατικού σοσιαλισμού, χωρίς να γίνω και τυπικά μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Η ένταξή μου αυτή ήταν απόρροια της διαπίστωσης ότι μόνο με μεταρρυθμίσεις κι όχι με επαναστατική ανατροπή μπορεί κανείς να δράσει σύμφωνα με το πνεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Ετσι ίσως να είχα βγάλει, ως συγγραφέας, τα αναγκαία συμπεράσματα από την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μιας Δημοκρατίας που καταβαραθρώθηκε όχι μόνο από τη δίψα της εξουσίας των εθνικοσοσιαλιστών, τον οπορτουνισμό των γερμανών συντηρητικών, την ακαμψία των κομμουνιστών και την ανημποριά των δημοκρατιών κομμάτων, αλλά και από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των συγγραφέων της εποχής δεν στάθηκαν θεματοφύλακές της, ενώ όχι λίγοι απ’ αυτούς έκαναν ό,τι μπορούσαν, βέβαια με χιούμορ και πνεύμα, για να τη μεταβάλουν σε γελοιογραφία.

Αυτό το πάθημα έπρεπε να γίνει μάθημα. Το συμπέρασμα μάλιστα ήταν σαφές: Μόνο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα μπορούσε να επιδείξει, ακόμα και εκεί όπου είχε αντιδράσει ασθενικά και ανήμπορα, δημοκρατική συνέπεια και συνέχεια. Το κόμμα αυτό με βοήθησε να αποκτήσω μια προσγειωμένη άποψη περί Δημοκρατίας, που με τη νηφαλιότητά της προφυλάσσει από κάθε είδους ενθουσιασμούς. Για να το πω με δυο λόγια: Μια Δημοκρατία, χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη, παραμένει μόνο «τύποις» Δημοκρατία. Σοσιαλισμός, χωρίς τη διασφάλιση βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων, καταλήγει, όπως απέδειξε η ιστορία, σε μονοκομματική δικτατορία.

Στηλιτευόμενος από τους κομμουνιστές, συκοφαντούμενος από τους συντηρητικούς και τη σύμμαχό τους Ακρα Δεξιά, συμπιεζόμενος έτσι ανάμεσα στα ιδεολογικά μπλοκ, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός πρέπει, μολαταύτα, να αποδείξει ότι είναι ικανός να αποτελεί την κινητήρια δύναμη, μαχόμενος για την εκπλήρωση του κοινωνικού μεταρρυθμιστικού του προγράμματος και τη διασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ο αγώνας αυτός, που διαρκεί ήδη πάνω από εκατό χρόνια, κερδήθηκε το 1969 στη Γερμανία μόλις και μετά βίας. Και τώρα θα αποδειχθεί αν η Δημοκρατία και ο Σοσιαλισμός αλληλοσυμπληρώνονται και δεν αλληλοαποκλείονται, αν αλληλοπροωθούνται και δεν αλληλοεμποδίζονται, αν τελικά η μία αποτελεί προϋπόθεση του άλλου και το αντίστροφο.

Το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας – που επαγγέλλεται ένα κοινωνικό κράτος δικαίου – είναι το καλύτερο Σύνταγμα που καταρτίσθηκε ποτέ στη Γερμανία. Αλλά η συνταγματική επιταγή και η συνταγματική πράξη δεν ταυτίζονται επαρκώς. Το κοινωνικό κράτος δικαίου έμεινε μέχρι τώρα μόνο υπόσχεση, το εκπαιδευτικό του σύστημα προωθεί κυρίως τα παιδιά εκείνων που ήδη είναι προνομιούχοι, το φορολογικό του σύστημα ευνοεί τους ήδη πλούσιους και η κοινωνία που το στηρίζει είναι, με τον ωμό ματεριαλισμό της, μια κοινωνία υπερβολικά προσανατολισμένη στην «αποδοτικότητα» και στην «επιτυχία», για να μπορεί να παρέχει κοινωνική προστασία στους ασθενείς, στους ηλικιωμένους, στους ανάπηρους και τους απροσάρμοστους. Γι’ αυτό και είναι φυσικό, το άρθρο 14 του Συντάγματος, με την τόσο πρόδηλη, αλλά ταυτόχρονα και τόσο διφορούμενη διάταξή του «Η ιδιοκτησία δημιουργεί υποχρεώσεις. – Η χρήσις της οφείλει να υπηρετεί ταυτόχρονα το σύνολο», να αποτελεί εντούτοις σήμερα πολύτιμο όργανο της σοσιαλδημοκρατικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής.

Στην αρχή της περασμένης δεκαετίας, παράλληλα με το συγγραφικό μου έργο, άρχισα να ασκούμαι και στην πρακτική πολιτική δουλειά. Και τούτο γιατί η υπεροπτική άποψη ότι ο συγγραφέας αποτελεί τη «συνείδηση του έθνους» και δεν επιτρέπεται να κατέρχεται στο χαμηλό επίπεδο της πολιτικής, μου ήταν πάντα ξένη και ο εκλεκτικιστικός της χαρακτήρας βαθύτατα αποκρουστικός. Αρχισα λοιπόν να ταξιδεύω στην επαρχία, προσπαθώντας να βοηθήσω τους σοσιαλδημοκράτες στον εκλογικό τους αγώνα. Αποδέχθηκα λοιπόν έναν κίνδυνο, γιατί, όπως είναι γνωστό, η πολιτική φθείρει. Σας μιλάει λοιπόν εδώ ένας συγγραφέας που είναι συγχρόνως και πολίτης. Ενας άνθρωπος που δεν διερωτάται πια αν πρέπει ή όχι να πράξει κάτι, ένας άνθρωπος που δεν του ήταν πια αρκετό το τραπέζι του γραφείου του, ένας άνθρωπος, όμως, που δεν του είναι άγνωστη η απογοήτευση και που έχει γυμνασθεί στην αποτυχία.

Γνωρίζω όλες τις αντιρρήσεις που προβάλλονται σ’ αυτή τη διττή μου δραστηριότητα. Οπως λόγου χάρη «Ο συγγραφέας πρέπει να τηρεί απόσταση» ή «Η καθημερινή πολιτική, με τη στείρα στεγνή της γλώσσα, καταστρέφει το λογοτεχνικό στυλ». Ή το απόφθεγμα εκείνο «Πνεύμα και εξουσία είναι ασυμφιλίωτα».

Και απαντώ: Ενας συγγραφέας πρέπει να θέτει τον εαυτό του στη δοκιμασία της πραγματικότητας. Αρα και της πολιτικής πραγματικότητας. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να γίνει μόνο αν εξαλείψει την απόσταση που τον χωρίζει από τα πράγματα. Ενα λογοτεχνικό στυλ, που υπόσχεται εξέλιξη μόνο μέσα σε θερμοκήπιο, σαν τις φιλύρες της γλάστρας, δηλαδή μόνο μέσα σε κλειστούς χώρους, είναι δυνατό να παραμείνει – σαν μια τεχνητή γλώσσα – αλώβητο. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι αλώβητη. Και την αντιδιαστελλόμενη σύζευξη «πνεύμα – εξουσία» τη θεωρώ φαντασιοσκοπία, αφού και η εξουσία μπορεί να διακρίνεται από πνευματικότητα και το πνεύμα μπορεί να αποδειχθεί κραταιό. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι συχνά το πνεύμα υποτάχθηκε από οπορτουνισμό στην εξουσία, αλλά και το ίδιο συχνά μια πολιτική, που διακρινόταν για την οξυδέρκεια και την πνευματικότητά της, ναυάγησε…

Τα χρόνια της δημοκρατικής μου μαθητείας κύλησαν παράλληλα με μια παγκόσμια εξέλιξη, που κάθε άλλο παρά ευνοούσε τη Δημοκρατία και την αυτεπίγνωσή της. Στον δογματικό σταλινισμό της δεκαετίας 1950-60, η Δύση δεν αντιπαρέταξε, σαν διαζευκτική δυνατότητα, την κοινωνική δημοκρατία με τη δύναμη της πολυμορφίας της, αλλά έναν – το ίδιο δογματικό – αντικομμουνισμό. Η ελληνική μεταπολεμική ιστορία είναι σημαδεμένη από αυτή την υστερία, που κρατάει ίσαμε σήμερα. Από κει και ύστερα, η αξιολόγηση των δεδομένων ξεχώριζε μόνο το μαύρο και το άσπρο. Από κει και ύστερα, ο εκάστοτε πολιτικός αντίπαλος στηλιτευόταν σαν εχθρός. Από κει και ύστερα δημοκρατικοί σοσιαλιστές διώκονταν και καταδικάζονταν στα τυφλά σαν «όργανα της Μόσχας», ενώ από την άλλη μεριά, κατηγορούνταν σαν «πράκτορες του καπιταλισμού».

[…]

Οπως πριν από αιώνες, έτσι και σήμερα. Η ομιχλώδης γλώσσα συντελεί στο να παρουσιάζονται σιγά σιγά τα πολιτικά εγκλήματα σαν κάτι το συνηθισμένο… Δεν θέλω να σας δημιουργήσω φρούδες ελπίδες. Οποιος έχει διδαχθεί πως οι μοραλιστικές παραινέσεις βοηθούν συνήθως αυτούς που τις διατυπώνουν με ωραία λόγια, όποιος δεν έχει να μεταδώσει ένα νέο αποκαλυπτικό απαστράπτον «πιστεύω», είναι υποχρεωμένος να προσφέρει μόνον σκεπτικισμό. Το πολύ πολύ που θα έλεγε κανείς, είναι ότι το Δίκαιο μπορεί να παραβιάζεται, αλλά παραμένει ενσυνείδητα Δίκαιο παραβιασμένο. Και αποδείχθηκε, βέβαια ότι είναι δυνατό να εμποδισθεί βίαια ο δρόμος του δημοκρατικού σοσιαλισμού, από τότε όμως που η βία τον σημάδεψε, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός αναγνωρίζεται καλύτερα, ανάγλυφος, χωρίς περιθώρια παρερμηνείας…

Πριν από λίγο καιρό είδα ένα όνειρο: Είδα την εξουσία να προβάλλει κορδωμένη στο προσκήνιο, εδώ όπως κι εκεί. Κι είδα τον αποστερημένο από τα δημοκρατικά του δικαιώματα λαό να παρακολουθεί το θέαμα. Κι είδα την κρατική εξουσία πώς πάσχιζε να παριστάνει την καθώς πρέπει κι είδα πως στην προσπάθειά της αυτή γινόταν όλο και πιο γελοία. Κι επειδή η ολοκληρωτική εξουσία ένιωθε ότι, πασχίζοντας να εμφανισθεί ευπρεπής και έντιμη, γινόταν όλο και πιο γελοία, θύμωσε κι έχασε το χρώμα της. Κι αυτό το παραπανίσιο ζόρισμα την έκανε ακόμα πιο γελοία. Κι επειδή ο λαός, στην ανελεύθερη κατάσταση που βρισκόταν έβλεπε τη γελοιοποίηση αυτή να μεγαλώνει συνεχώς κι επειδή δεν του έμενε τίποτε άλλο για να προστατευθεί απ’ αυτή τη γελοιότητα, ξέσπασε, εδώ όπως κι εκεί, ξέσπασε παντού όπου η εξουσία ισχυρίζεται ότι είναι ευπρεπής και άκακη, σ’ ένα τρανταχτό, σ’ ένα πάνδημο, σ’ ένα ομηρικό γελοίο…

Σε λίγο θα επιστρέψω σε μια χώρα όπου οι πολίτες της συχνά δεν συνειδητοποιούν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα κι όπου η ελευθερία τούς φέρνει έναν κορεσμό. Θα τους μιλήσω για το θάρρος σας, για την επίμονη αντοχή σας, για την αλύγιστη αντίστασή σας – όμως και για τη μοναξιά σας.

Πριν όμως χωρισθούμε, θα ‘θελα απ’ αυτή τη θέση να χαιρετίσω τον Γιώργο Μαγκάκη και τον Μπάμπη Πρωτοπαππά. Και τους δυο τους χαιρετίζω ως εκπροσώπους πολλών. Και τους δύο, γιατί με πολλούς ζουν σε διπλή σκλαβιά. Ο χαιρετισμός μου είναι και μία υπόσχεση: Δεν πρόκειται να ξεχάσω και δεν πρόκειται να συνηθίσω.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ