S&P Global Ratings: Αναβάθμισε σε “BBB/A-2” την Ελλάδα

S&P Global Ratings: Αναβάθμισε σε

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 01:00

Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P Global Ratings αναβάθμισε σήμερα τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις για την Ελλάδα, σε τοπικό και ξένο νόμισμα, σε “BBB/A-2” από “BBB-/A-3” με τις προοπτικές να είναι σταθερές από θετικές προηγουμένως.

Σημειώνεται ότι η S&P είχε δώσει την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 2023, ενώ τον Απρίλιο του 2024 είχε αναβαθμίσει σε θετικές τις προοπτικές του αξιόχρεου της. Είναι ο τρίτος από τους πέντε αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης – μετά τον Scope και τον DBRS – ο οποίος αναβαθμίζει την Ελλάδα εντός της επενδυτικής βαθμίδας.

Στην ανακοίνωση του ο οίκος σημειώνει:

-Οι προσπάθειες για τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, σε συνδυασμό με την ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη, δίνουν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να συνεχίσει να υπεραποδίδει στους δημοσιονομικούς στόχους.

-Παρά το δύσκολο εξωτερικό περιβάλλον, στα περισσότερα σενάρια, η Ελλάδα θα δει περαιτέρω σημαντικές μειώσεις του καθαρού χρέους προς το ΑΕΠ. Στο κεντρικό σενάριο, αναμένουμε ότι ο λόγος αυτός θα μειωθεί κατά μέσο όρο 6 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

-Η ταμειακή θέση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) παρέχει στην Ελλάδα ένα πρόσθετο απόθεμα ασφαλείας, το οποίο εκτιμάται ότι στο 15% του ΑΕΠ καλύπτει σχεδόν τρία χρόνια επερχόμενων λήξεων χρέους.

Ως εκ τούτου ο οίκος αναθεώρησε τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε “BBB/A-2” από “BBB-/A-3”. Το outlook είναι σταθερό.

Στο ανοδικό σενάριο ο οίκος σημειώνει ότι θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις αξιολογήσεις εάν υπάρξει σημαντική βελτίωση στις εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας: για παράδειγμα, αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν δει μείωση της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές. Θα μπορούσε επίσης να αναβαθμίσει την Ελλάδα εάν δει σημαντική μείωση του εξωτερικού χρέους, μεγάλο μέρος του οποίου είναι δημόσιο.

Σε ένα καθοδικό σενάριο ο οίκος προειδοποιεί ότι θα μπορούσε να υποβαθμίσει αν η δημοσιονομική απόδοση της Ελλάδας επιδεινωθεί ουσιαστικά.

Αναλυτικά, στην ανάλυση της η S&P σημειώνει τα εξής: 

Η Ελλάδα ξεπέρασε σημαντικά τους δημοσιονομικούς στόχους της για το 2024. Η S&P υπολογίζει ότι η κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 3,5% του ΑΕΠ το 2024, που ισοδυναμεί με καθαρό πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ. Αυτό είναι πολύ υψηλότερο από τον αρχικό στόχο του 2,1% του ΑΕΠ. Ο οίκος αποδίδει μέρος της υπεραπόδοσης στην υποεκτέλεση προγραμματισμένων επενδύσεων, κάτι που είναι πιθανό να αναστραφεί το 2025. Η υπέρβαση των προσπαθειών στη φορολογική συμμόρφωση, προσθέτει, υποστήριξε για άλλη μια φορά την υπεραπόδοση, ενώ σημειώνει πως περιμένει αυτό να συνεχίσει να υποστηρίζει την αύξηση των εσόδων και φέτος.

Η δημοσιονομική τροχιά είναι σταθεροποιημένη. Ο οίκος προβλέπει ότι η κυβέρνηση θα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,7% του ΑΕΠ για την περίοδο 2025-2028. Μετά τον ανασχηματισμό, αναφέρει, το νέο υπουργικό συμβούλιο παραμένει επικεντρωμένο στη δημοσιονομική σύνεση και στο χτίσιμο αποθεμάτων ασφαλείας. Επιπλέον, οι προβλέψεις για “καμία αλλαγή στην πολιτική” συνεχίζουν να υποδεικνύουν θετικά κυκλικά αποτελέσματα για το ΥΠΟΙΚ – αυτό δίνει στην κυβέρνηση σημαντική δημοσιονομική ευελιξία για να λάβει µέτρα κατά τη διακριτική της ευχέρεια. Ο οίκος αναμένει ότι η κυβέρνηση θα διαθέσει σε μεγάλο βαθμό πρόσθετα έσοδα για την ενίσχυση των επενδύσεων σε δημόσιες υποδομές, ιδιαίτερα καθώς το NextGenEU αρχίζει να κλείνει από το 2027.

Η ελληνική οικονομία αναμένεται να συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις από τις αντίστοιχες της ζώνης του ευρώ. Ο οίκος περιμένει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα είναι κατά μέσο όρο 2,3% την περίοδο 2025-2028. Δεδομένων των περιορισμένων άμεσων επιδράσεων, ο αντίκτυπος στην Ελλάδα από τις αλλαγές των δασμών από τις ΗΠΑ είναι πιθανό να είναι μέτριος. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας που συνδέεται με το NextGenEU την περίοδο 2025-2026 θα προσφέρει σημαντική ώθηση. Μεσοπρόθεσμα, η ανάπτυξη αναμένεται να ενισχυθεί από τη συνεχιζόμενη βελτίωση των επιπέδων απασχόλησης, την αύξηση των πραγματικών μισθών και τις πιθανές θετικές επιπτώσεις από τις υψηλότερες δαπάνες σε Γερμανία και Ε.Ε.

Ο λόγος του καθαρού δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παρουσιάζει σαφή και συνεχή βελτίωση. Τα διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την ανθεκτική ανάπτυξη οδηγούν τον οίκο στο να προβλέψει ότι αυτός ο δείκτης θα μειωθεί στο 114% το 2028. Αυτό θα είναι 50 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το επίπεδο που ήταν ο δείκτης στο τέλος του 2019, σηματοδοτώντας μια από τις ισχυρότερες βελτιώσεις παγκοσμίως στην πρόσφατη ιστορία. 

Η οικονομική δραστηριότητα εμφανίζεται ανθεκτική, αναφέρει ο οίκος και επισημαίνει:

-Προβλέπουμε ότι η ανάπτυξη θα είναι κατά μέσο όρο 2,4% την περίοδο 2025-2026 με οδηγό τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ η οικονομική επέκταση στη συνέχεια θα αρχίσει να επιβραδύνει  καθώς το NextGenEU ξεκινά να κλείνει.

–Οι υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού και της ναυτιλίας, κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία φτάνοντας λίγο κάτω από το 70% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Ενώ η ναυτιλία θα μπορούσε να αποδειχθεί ευάλωτη σε έναν επιδεινούμενο εμπορικό πόλεμο, αναμένουμε ότι οι άλλες υπηρεσίες θα είναι λιγότερο ευαίσθητες σε εξωτερικούς οικονομικούς κραδασμούς απ’ ό,τι η μεταποίηση.

-Οι μεγάλες οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν κάνει την οικονομική τροχιά πιο βιώσιμη, αλλά τα εμπόδια σε τομείς όπως η δικαιοσύνη εξακολουθούν να συνιστούν πρόβλημα.

-Οι μεγάλες διαμαρτυρίες στη διετή επέτειο από τη σιδηροδρομική καταστροφή των Τεμπών είναι απίθανο να υπονομεύσουν τη βραχυπρόθεσμη πολιτική σταθερότητα.

Η ελληνική οικονομία συνέχισε να υπερβαίνει την εκτίμηση δυνητικής ανάπτυξης 1,9% της Τράπεζας της Ελλάδας. Καθοδηγούμενη από την ισχυρή επενδυτική δραστηριότητα που τροφοδοτείται από το NextGenEU, τα αυξανόμενα διαθέσιμα εισοδήματα και την ισχυρή τουριστική ζήτηση, η συνολική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ έφτασε το 2,3% το 2024. Η οικονομία όχι μόνο ξεπέρασε την εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδας για τη δυνητική ανάπτυξη, αλλά ξεπέρασε και την ανάπτυξη 0,9% που πέτυχε η ζώνη του ευρώ συνολικά πέρυσι. Οι επενδύσεις σε όλη την οικονομία αυξάνονται, αλλά εξακολουθούν να υστερούν σε σύγκριση με τα ιστορικά επίπεδα και τροφοδοτούνται από τις επενδύσεις του δημόσιου, αντί του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος της επενδυτικής δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα είναι στην αγορά των ακινήτων: ενώ αυτό σχετίζεται και με τον τουρισμό, δεν συμβάλλει τόσο πολύ στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, όσο άλλες επενδύσεις κεφαλαίου, όπως ο μηχανολογικός εξοπλισμός. 

Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ελληνική αγορά εργασίας είναι θετικές. Σύμφωνα με τα τελευταία εναρμονισμένα στοιχεία για την ανεργία, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μειώθηκε στο 8,6% το Φεβρουάριο του 2025, καθιστώντας την ανεργία στην Ελλάδα την τέταρτη υψηλότερη στην ΕΕ, αντί της δεύτερης υψηλότερης, όπως ήταν στα τέλη του 2024. Ο πληθυσμός της Ελλάδας ωστόσο είναι πλέον πιο γερασμένος καθώς νέοι εργαζόμενοι μετανάστευσαν μαζί με την κατάρρευση των ποσοστών γεννήσεων από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Παρόλαυτα, αν και ο πληθυσμός της Ελλάδας είναι πλέον σημαντικά μεγαλύτερος σε ηλικία, το ποσοστό απασχόλησής πλησιάζει να ξεπεράσει το πιο πρόσφατο υψηλό από το 2008. Αυτό αντανακλά το αυξανόμενο ποσοστό συμμετοχής των γυναικών εργαζομένων, καθώς και τις μεταρρυθμίσεις που απομάκρυναν τις κυρώσεις που αποθαρρύναν πιο ηλικιωμένους εργαζόμενους να επανενταχθούν στο εργατικό δυναμικό. Σε συνδυασμό με την αύξηση των πραγματικών μισθών, αναμένουμε ότι τα αυξανόμενα επίπεδα απασχόλησης θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια.

Εκτιμούμε τον κίνδυνο για την Ελλάδα από τους νέους δασμούς των ΗΠΑ ως διαχειρίσιμο. Στις 2 Απριλίου 2025, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θα επιβάλουν δασμούς 20% σε προϊόντα που εισέρχονται από την ΕΕ. Αν και αυτό μειώθηκε στο 10% για 90 ημέρες μόλις μια εβδομάδα αργότερα, εξακολουθούμε να βλέπουμε τον κίνδυνο κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου.

Η Ελλάδα έχει μόνο μια μικρή άμεση έκθεση στις ΗΠΑ. Οι άμεσες εξαγωγές αγαθών ανέρχονται περίπου στο 0,8% του ΑΕΠ. Τούτου λεχθέντος, η Γερμανία και η Ιταλία, οι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας, είναι σημαντικά πιο εκτεθειμένες στον αντίκτυπο των δασμών των ΗΠΑ. Ο ελληνικός μεταποιητικός κλάδος, η σημασία του οποίου ενισχύεται τα τελευταία χρόνια, εξάγει σημαντικό όγκο ενδιάμεσων αγαθών σε γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Ιταλίας. Επιπλέον, ο ναυτιλιακός κλάδος της Ελλάδας θα επηρεαστεί σαφώς αρνητικά από τη μείωση του παγκόσμιου όγκου συναλλαγών, αν και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στρατηγικές επανεξαγωγής και επαναδρομολόγησης για τον μετριασμό του συνολικού αντίκτυπου. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένης της αρκετά χαμηλής συνεισφοράς του στα δημόσια έσοδα, ένα σοκ στον ναυτιλιακό τομέα είναι απίθανο να επηρεάσει ουσιαστικά τα δημόσια οικονομικά. 

Παρά το αβέβαιο εξωτερικό περιβάλλον, αναμένουμε ότι η οικονομική δραστηριότητα θα είναι ανθεκτική τα επόμενα χρόνια. Συνολικά, το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι περίπου 15% χαμηλότερο από το υψηλό του πριν από την κρίση χρέους, υποδηλώνοντας την ικανότητα να συνεχίσει να έχει υψηλότερη απόδοση έναντι των υπολοίπων [χωρών της ζώνης του ευρώ]. Επιπλέον, οι δαπάνες του NextGenEU πρόκειται να αυξηθούν σημαντικά κατά την περίοδο 2025-2026, καθώς πλησιάζει η προθεσμία της 31ης Δεκεμβρίου 2026, για τις δαπάνες στην πλευρά των επιχορηγήσεων. Τούτου λεχθέντος, υπάρχει κάποια συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με το εάν θα επιτραπεί να δαπανηθούν τα κεφάλαια που ελήφθησαν το 2026 το 2027. Τα έργα που θα χρηματοδοτηθούν από το χρέος με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έχουν περιθώριο να εκτελεστούν έως το 2028. Αυτό, σε συνδυασμό με την προσδοκία μας ότι η Ελλάδα θα δίνει ολοένα και μεγαλύτερη προτεραιότητα στις δημόσιες επενδύσεις με εγχώρια χρηματοδότηση, περιορίζει τις ανησυχίες μας για μια ξαφνική και απότομη πτώση της επενδυτικής δραστηριότητας.

Οι πρόσφατες διαδηλώσεις υποδηλώνουν δυσαρέσκεια με την κυβέρνηση, αλλά δεν φαίνεται πιθανό να αλλάξουν τη βραχυπρόθεσμη μεταρρυθμιστική τροχιά. Στα τέλη Φεβρουαρίου 2025, και στην επέτειο των δύο ετών από το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, έλαβαν χώρα μαζικές διαδηλώσεις. Η απογοήτευση έχει αυξηθεί λόγω της αργής προόδου της έρευνας του κοινοβουλίου για την καταστροφή, η οποία στοίχισε τη ζωή σε 57 άτομα. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ζήτημα έχει βλάψει τη δημοτικότητα του κυβερνώντος κόμματος, αλλά οι εκλογές δεν αναμένεται να γίνουν μέχρι το 2027. Αν και η κυβέρνηση είναι πιθανό να δώσει προτεραιότητα στις επενδύσεις σε σιδηροδρομικές μεταφορές τα επόμενα χρόνια, δεν αναμένουμε να δούμε καμία άλλη μεταβολή στην κυβερνητική πολιτική που θα επηρεάζει την πιστοληπτική αξία.

Τα διαρθρωτικά εμπόδια εξακολουθούν να εμποδίζουν το δυναμικό της Ελλάδας. Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν θεσπίσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν μεταμορφώσει την οικονομική και δημοσιονομική δυναμική της χώρας, τοποθετώντας και τις δύο σε ουσιαστικά πιο βιώσιμη βάση. Ωστόσο, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια για να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές της. Για παράδειγμα, στον τομέα της δικαιοσύνης, οι μεταρρυθμίσεις φαίνεται ότι είχαν μέχρι στιγμής σχετικά περιορισμένο αποτέλεσμα και ο όγκος των εργασιών στα δικαστήρια συνεχίζει να συσσωρεύεται. Επιπλέον, η διαδικασία της κτηματογράφησης παραμένει ημιτελής και, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει χαμηλές βαθμολογίες σε μέτρα που αποτυπώνουν την αντίληψη της διαφθοράς.

Τα κλιματικά φαινόμενα που επιφέρουν διαταραχές γίνονται όλο και πιο συχνά στην Ελλάδα, αυξάνοντας τη σημασία των σχεδίων μετριασμού της κυβέρνησης. Τα τελευταία χρόνια, η χώρα έχει αντιμετωπίσει πολλαπλά κλιματικά σοκ, μεταξύ των οποίων πλημμύρες, πυρκαγιές και πιο πρόσφατα μικροσεισμούς. Πέρα από τις πιθανές καταστροφικές συνέπειες για την ανθρώπινη ζωή, το ΑΕΠ είναι επίσης εκτεθειμένο σε μεγάλο βαθμό. Για να μετριαστεί αυτό, οι αρχές καταβάλλουν προσπάθειες να καλύψουν τα μεγάλα κενά ασφαλιστικής κάλυψης για τα κλιματικά φαινόμενα.  

Η συρρίκνωση και η γήρανση του πληθυσμού είναι ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα. Ο πληθυσμός έχει συρρικνωθεί κατά πάνω από 6% από τότε που κορυφώθηκε το 2011, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης των ποσοστών γεννήσεων και του κύματος μετανάστευσης που γνώρισε η χώρα. Η Ελλάδα είναι πλέον η τέταρτη γηραιότερη χώρα της ΕΕ και οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποδηλώνουν ότι, έως το 2050, ο πληθυσμός της θα έχει το υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων (65+) από κάθε άλλο κράτος της ΕΕ. Αυτό είναι πιθανό να επιβαρύνει τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ήδη λάβει σημαντικά μέτρα για να περιορίσουν τη δημοσιονομική έκθεση του κράτους σε αυτή τη δημογραφική αλλαγή – ειδικότερα, το συνταξιοδοτικό σύστημα υποβλήθηκε σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις μετά την οικονομική κρίση. Αυτό σημαίνει ότι στις βασικές προβολές με “καμία αλλαγή πολιτικής”, το ελληνικό κράτος είναι στην πραγματικότητα το λιγότερο εκτεθειμένο στη δημογραφική πίεση από όλα τα κράτη της ΕΕ. 

Η βιωσιμότητα του χρέους βελτιώνεται. Το 2026, προβλέπουμε ότι ο λόγος καθαρού χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας θα πέσει κάτω από τον αντίστοιχο της Ιταλίας και αναμένουμε περαιτέρω ουσιαστικές βελτιώσεις καθ’ όλη την περίοδο των προβλέψεών μας. Μέχρι το 2028, εκτιμούμε ότι αυτός ο δείκτης θα έχει μειωθεί στο 114%, κάτι που θα σημαίνει μια βελτίωση 50 ποσοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με το τέλος του 2019, μια από τις ταχύτερες βελτιώσεις της τελευταίας δεκαετίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ενσωματώνουμε τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα που κατέχει ο ΟΔΔΗΧ στον υπολογισμό του καθαρού χρέους. Αυτά έφτασαν τα 36 δισ. ευρώ (15,3% του ΑΕΠ) στο τέλος του 2024. Το προφίλ χρέους της Ελλάδας, αν και εξακολουθεί να είναι μεγάλο, είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά σε επίπεδο κρατών: Η μέση σταθμισμένη λήξη είναι περίπου 18,8 έτη, το μέσο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης μετά τα swaps είναι μόλις 1,3% επιπλέον και είναι προστατευμένο έναντι νέων κινήσεων στα επιτόκια. 

Οι χρονίζουσες εξωτερικές αδυναμίες της Ελλάδας υπονομεύουν την κατά τα άλλα ισχυρή ισχυρή βελτίωση στις περισσότερες άλλες πιστωτικές μετρήσεις. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διατηρήθηκε πάνω από το 6% για πέντε συνεχή έτη και επιδεινώθηκε ελαφρά στο 6,4% το 2024, αν και ο τουρισμός κατέγραψε αριθμούς-ρεκόρ. Η επιδείνωση αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την αύξηση των εισαγωγών και τη μείωση των εξαγωγών αγαθών. Κατά την άποψή μας, ένας βασικός παράγοντας που επηρεάζει τα συνολικά μεγέθη για το έλλειμμα είναι η αύξηση επενδυτικών σχεδίων με μεγάλες εισαγωγές που συνδέονται με το NextGenEU. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί αναμένουμε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να δείξει περαιτέρω ελαφρά εξασθένηση τα επόμενα δύο χρόνια, πριν αρχίσει να βελτιώνεται από το 2027.

Χωρίς περαιτέρω πρόοδο στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ή περισσότερες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι πιθανό να παραμείνει. Ένα αυξημένο και δυνητικά επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκθέτει δυσανάλογα την Ελλάδα σε κινδύνους εξωτερικής χρηματοδότησης. Επιπλέον, δεδομένης της ακόμη σημαντικής εξάρτησης της χώρας από εισαγόμενους υδρογονάνθρακες για την εγχώρια παραγωγή ενέργειας, η χώρα είναι εκτεθειμένη σε ξαφνικές αλλαγές στις τιμές της ενέργειας.

Οι προσπάθειες για την αύξηση της παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της σύνδεσης του δικτύου με τα δίκτυα γειτονικών χωρών για να επιτραπεί η εξαγωγή της ασταθούς αιολικής και ηλιακής παραγωγής, αναμένεται ότι θα συμβάλει στην αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, εάν εκτελεστεί με επιτυχία.

Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας στον εξωτερικό τομέα της Ελλάδας επίσης συμβάλει στις ανισορροπίες – η αντιμετώπιση αυτού θα απαιτούσε περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Προς το παρόν, αναμένουμε ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει σημαντικά ελλειμματικό και πολύ πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, κατά μέσο όρο στο 5,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2025-2028.

Θεωρούμε ότι οι κίνδυνοι στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχουν υποχωρήσει και οι ελληνικές τράπεζες έχουν εισέλθει σε μια νέα φάση σταθερότητας και ανάπτυξης. Το θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο της Ελλάδας έχει ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τα πρότυπα της ευρωζώνης, ενισχύθηκε από την προληπτική εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδας, τα μακροπροληπτικά μέτρα και την επιτυχή εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) — ιδίως μέσω του προγράμματος “Ηρακλής”. Ο δείκτης NPE του τραπεζικού τομέα μειώθηκε στο 4,6% από πάνω από 56% που ήταν το 2016, με βοήθεια από την ενοποίηση στον κλάδο, τα βελτιωμένα επιχειρηματικά μοντέλα και τη σταθερή λειτουργική απόδοση.

Σύμφωνα με τις νέες ρυθμιστικές οδηγίες, οι τράπεζες προχωρούν με ταχείς ρυθμούς στην απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) για να βελτιώσουν την ποιότητα του κεφαλαίου. Αν και τα NPEs έχουν μεταφερθεί σε μεγάλο βαθμό από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε αυτούς εξειδικευμένων πιστωτικών εταιρειών, ο συνολικός όγκος στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του παραμένει πεισματικά μεγάλος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δικαστικά εμπόδια καθυστέρησαν την επίλυση, εμποδίζοντας τους δανειολήπτες να έχουν πρόσβαση σε νέα χρηματοδότηση και ενδεχομένως υπονομεύοντας την ανάπτυξη του ΑΕΠ.
 

 

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ