του Νίκου Ρουσάνογλου
Οι προσιτές τιμές σε σχέση με τις αγορές της Βόρειας Ευρώπης, η υψηλή συγκριτική αξία των πωλούμενων κατοικιών και το φυσικό κάλλος της Ελλάδας αποτελούν το “τρίπτυχο της επιτυχίας” για την ελληνική αγορά κατοικίας, και δη της εξοχικής, σύμφωνα με αναλύσεις των φορέων της αγοράς που ειδικεύονται στην προώθηση ακινήτων σε αγοραστές του εξωτερικού. Μάλιστα, ειδικά αυτή την περίοδο, λόγω της όψιμης χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής σε επίπεδο Ευρωζώνης, οι τιμές των κατοικιών σε πολλές χώρες της Ε.Ε. έχουν επανέλθει σε ανοδική τροχιά, δυσχεραίνοντας εκ νέου την πρόσβαση αρκετών Ευρωπαίων πολιτών στην αγορά κατοικίας. Αυτή η εξέλιξη αναμένεται να ευνοήσει την ελληνική αγορά εξοχικής κατοικίας.
Σύμφωνα με ανάλυση της Elxis-At Home In Greece, μιας ελληνικής εταιρείας πώλησης εξοχικών κατοικιών σε ξένους, με έδρα την Ουτρέχτη της Ολλανδίας και γραφεία σε Θεσσαλονίκη και Κρήτη, “παρά τις αυξήσεις των εξοχικών κατοικιών στην Ελλάδα με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό 8%-10% τα τελευταία 4-5 χρόνια, η σύγκριση με το εξωτερικό παραμένει πολύ ευνοϊκή. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία, απαιτούνται σήμερα 500.000 ευρώ για να αγοράσει κανείς ένα σύγχρονο σπίτι. “Στο Μόναχο της Γερμανίας μια μονοκατοικία αποτιμάται προς 1,5 εκατ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, στην Κρήτη, μια νεόδμητη βίλα με πισίνα και δύο υπνοδωμάτια στοιχίζει 280.000 ευρώ, ή 360.000 ευρώ αν έχει τρία υπνοδωμάτια”, σημειώνει ο κ. Γιώργος Γαβριηλίδης, διευθύνων σύμβουλος της Elxis. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος, “με τα χρήματα αυτά στην Ολλανδία αγοράζει κανείς ένα σπίτι από κοντέινερ ή πλαστικό, σε κάποιο πάρκο, χωρίς καν να έχει στην κατοχή του τη γη, την οποία νοικιάζει από τον οικείο δήμο”.
Στο πλαίσιο αυτό, η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες, αναμένεται να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη σύγκριση υπέρ της ελληνικής αγοράς. Ο λόγος είναι ότι ήδη οι τιμές πώλησης κατοικιών έχουν αρχίσει να επιστρέφουν σε ανοδική τροχιά, μετά το περσινό “διάλειμμά” τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2023 οι τιμές πώλησης κατοικιών στην Ευρωζώνη υποχώρησαν κατά 1,2%. Στη Γερμανία η πτώση ήταν 8,5% και στην Ολλανδία 1,9%. Ωστόσο από τις αρχές του 2024 και μετά, και ιδίως κατά το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο, οι τιμές στην Ευρωζώνη επέστρεψαν σε τροχιά ανόδου (+1,9% και +1,4% αντίστοιχα). Αυτό συνέβη επειδή τα επιτόκια δανεισμού άρχισαν να υποχωρούν, τα εισοδήματα των πολιτών ενισχύθηκαν και, με αυτόν τον τρόπο, η ζήτηση για νέα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκε κατά 4% με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ, παραμένοντας όμως περίπου 30% χαμηλότερα από το επίπεδο του 2022.
Έτσι, σύμφωνα με την Elxis, αρκετοί Ευρωπαίοι πολίτες που έχουν κάποια αποταμίευση (υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 3 εκατ. έχουν από 300.000 ευρώ καταθέσεων) διαπιστώνουν ότι δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν δικό τους σπίτι στη χώρα τους και στρέφονται σε άλλες λύσεις. Η ελληνική αγορά εξοχικής κατοικίας είναι μια τέτοια επιλογή, τόσο λόγω φορολογικών πλεονεκτημάτων όσο και λόγω της προοπτικής μελλοντικών υπεραξιών. “Έχουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα πελατών μας που αγόρασαν ένα σπίτι στην Πάλαιρο, απέναντι από τη Λευκάδα, πριν από 4 χρόνια, πληρώνοντας 360.000 ευρώ. Σήμερα το πουλάνε και βρήκαν αγοραστή έναντι 650.000 ευρώ. Τέτοια παραδείγματα είναι συχνά και λειτουργούν θετικά για την προσέλκυση και νέων αγοραστών”, σημειώνει ο κ. Γαβριηλίδης.
Όσον αφορά το φορολογικό πλεονέκτημα, η ανάλυση της Elxis επισημαίνει ότι, ενώ για την αγορά πρώτης κατοικίας στην Ολλανδία ο φόρος μεταβίβασης είναι 2%, ο συντελεστής εκτινάσσεται σε 10,4% όταν πρόκειται για την αγορά εξοχικής/δευτερεύουσας κατοικίας. Αντίθετα, στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 3%, κάτι που ενισχύει ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγοράς εξοχικών.
Μεγάλο ενδιαφέρον για αγορά εξοχικής κατοικίας εντοπίζει και η τελευταία πανευρωπαϊκή έρευνα “European Housing Trend Report 2024” του κτηματομεσιτικού δικτύου RE/MAX Europe. Σε αυτήν επισημαίνεται ότι η αγορά δεύτερης κατοικίας θα συνεχίσει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τα επόμενα χρόνια στην ευρωπαϊκή αγορά, καθώς η φιλοδοξία για την πραγματοποίηση αυτού του “ονείρου” παραμένει ισχυρή για πολλούς Ευρωπαίους. Αναλυτικότερα, το 69% των Ευρωπαίων είναι ιδιοκτήτες της κατοικίας στην οποία διαμένουν, ενώ 25% αυτών έχουν στην κυριότητά τους και μια δεύτερη κατοικία, η οποία κατά κύριο λόγο χρησιμοποιείται για διακοπές ή για τη συνταξιοδότηση.
Αυτή η τάση είναι περισσότερο διαδεδομένη στη Βουλγαρία (46%), όπου σχεδόν οι μισοί ιδιοκτήτες κατοικιών έχουν στην κυριότητά τους και μια δεύτερη κατοικία. Αντιθέτως, το Ηνωμένο Βασίλειο (10%) παρουσιάζει το μικρότερο ποσοστό αναφορικά με την ιδιοκτησία δεύτερης κατοικίας, με το 71% να δηλώνει ότι είναι απίθανο να αποκτήσει ποτέ μια τέτοια κατοικία – κάτι που ίσως αντανακλά τόσο τις υψηλότερες τιμές των ακινήτων όσο και το κόστος ζωής στη συγκεκριμένη χώρα. Από την άλλη, στην Ελλάδα, το ποσοστό εκείνων που έχουν στην ιδιοκτησία τους τουλάχιστον ένα ακίνητο είναι 64%, ενώ ένα δεύτερο ακίνητο διαθέτει το 39% των ερωτηθέντων.
Πάντως, οι λόγοι για τους οποίους οι Ευρωπαίοι έχουν στην κυριότητά τους δεύτερο ακίνητο τείνουν να είναι περισσότερο λόγοι αναψυχής παρά επένδυσης. Περίπου οι μισοί (44%) χρησιμοποιούν αυτές τις κατοικίες ως εξοχικές και το 23% τις αντιμετωπίζει ως μελλοντικές κατοικίες για τη συνταξιοδότησή τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθεσία της δεύτερης κατοικίας, η οποία ποικίλλει, με το 39% των ιδιοκτητών να έχουν δεύτερη κατοικία στην ίδια χώρα, ενώ εκείνοι που βρίσκονται σε ψυχρότερα κλίματα, όπως η Ιρλανδία (25%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (21%), είναι πιθανότερο να έχουν μια δεύτερη κατοικία στο εξωτερικό.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, είτε χρησιμοποιείται για διακοπές είτε για τη συνταξιοδότηση είτε ως μακροπρόθεσμη οικονομική επένδυση, η δεύτερη κατοικία δεν είναι απλώς μια τρέχουσα τάση, αλλά ένας φιλόδοξος στόχος για πολλούς. Περισσότεροι από 13 στους 100 ιδιοκτήτες κατοικιών δηλώνουν ότι, αν και δεν έχουν στην κυριότητά τους αυτήν τη στιγμή μια δεύτερη κατοικία, είναι πολύ πιθανόν να αποκτήσουν μία στο μέλλον.
Παράλληλα, στην έρευνα επισημαίνεται ότι η ύπαρξη υπαίθριου χώρου και η χαμηλή κατανάλωση ενέργειας περιλαμβάνονται στα βασικά κριτήρια των Ευρωπαίων πολιτών όταν επιλέγουν κατοικία, ειδικά μετά την πανδημία του κορονοϊού και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε. Συγκεκριμένα, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το 44% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η πρόσβαση σε υπαίθριο χώρο είναι ζωτικής σημασίας, με τους Γερμανούς (54%) και τους Ιταλούς (52%) να θέτουν το συγκεκριμένο ζήτημα ως πρώτη προτεραιότητα. Ακολουθεί η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, την οποία οι κάτοικοι της Ουγγαρίας (54%), περισσότερο από κάθε άλλο Ευρωπαίο πολίτη, θεωρούν ως την πιο σημαντική παράμετρο για την επιλογή κατοικίας.
Πηγή: capital.gr