Η εποχή δεν τον σήκωνε άλλο

Στην εξουσία για τέταρτη φορά

Η πριγκίπισσα από την οποία πήρε το όνομά του αυτό το υπερωκεάνιο δεν έμελλε να έχει καλό τέλος: άφησε την τελευταία της πνοή στο ναζιστικό στρατόπεδο του Μπούχενβαλτ, τον Αύγουστο του 1944. Αλλά ούτε το «Principessa Mafalda» είχε καλό τέλος. Το ιταλικό πλοίο απέπλευσε για τελευταία φορά από τη Γένοβα στις 11 Οκτωβρίου του 1927, με 971 επιβάτες και τα αμπάρια γεμάτα αργεντίνικα όνειρα.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα, εκατομμύρια έποικοι διέσχιζαν έτσι τον Ατλαντικό, με ολόκληρη τη ζωή τους στοιβαγμένη σε μπαούλα, αναζητώντας μια ειρηνική και ευημερούσα γη. Εκείνη την εποχή, η Αργεντινή ήταν η έκτη μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο, μια ταχέως αναπτυσσόμενη, πλούσια και δυναμική χώρα. Στο Μπουένος Αϊρες, τρεις στους τέσσερις κατοίκους προέρχονταν από την Ευρώπη. Είχαν το παρατσούκλι Porteños («αυτοί από το λιμάνι») και οι φήμες έλεγαν πως ολόκληρη η πρωτεύουσα «βγήκε από ένα πλοίο».

Το «Principessa Mafalda» είχε ήδη δέσει στη Βαρκελώνη, στο Ρίο, στο Σάντος και στο Μοντεβιδέο. Καθώς το πλοίο διέσχιζε τον Ισημερινό, ο καπετάνιος διοργάνωσε ένα πάρτι στο κατάστρωμα, με ζωντανή ορχήστρα. Οι επιβάτες της τρίτης θέσης αναμείχθηκαν με εκείνους της πρώτης. Οι κομψές κυρίες χόρευαν τάνγκο στα γυαλισμένα παρκέ των δύο αιθουσών χορού. Αλλά ξαφνικά, λίγες ημέρες πριν από την προγραμματισμένη άφιξη του πλοίου στο Μπουένος Αϊρες, κάτι πήγε στραβά.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m1’); });

Γύρω στις 6 το απόγευμα της 25ης Οκτωβρίου 1927, ενώ έπλεε ανοιχτά των ακτών της Βραζιλίας, ο άξονας της αριστερής προπέλας του έσπασε. Τα αμπάρια πλημμύρισαν. Οι λέβητες εξερράγησαν. Το «Principessa Mafalda» βούλιαξε στο σκοτάδι. Στις 9.45 μ.μ. το πλοίο βυθίστηκε με την πρύμνη πρώτα, παρασύροντας μαζί του αρκετούς από τους επιβάτες, «είτε επειδή δεν μπόρεσαν να βρουν σωσίβια λέμβο είτε επειδή πανικοβλήθηκαν και πήδηξαν πάνω από την κουπαστή».

Μέχρι να πλησιάσουν διασωστικά πλοία, κάπου 300 άνθρωποι είχαν χαθεί στα σκοτεινά νερά. Ανάμεσά τους, σύμφωνα με τα μητρώα επιβατών, ήταν 118 «Σύροι» – έμποροι από τον Λίβανο ή τη Δαμασκό – αλλά και πολλοί Ιταλοί, που είχαν αποπλεύσει μαζί με τις οικογένειές τους, με τον μπαμπά και τη μαμά, αλλά και τους παππούδες τους – τον nonno και τη nonna.

Πόσες φορές είχε ακούσει την ιστορία αυτού του ναυαγίου ο Χόρχε Μπεργκόλιο όταν ήταν παιδί! Του την έλεγε η δική του nonna τρέμοντας, σαν να βρισκόταν στο πλοίο. Και κανονικά έπρεπε να βρίσκεται, είχε προγραμματίσει να επιβιβαστεί εκείνο τον Οκτώβριο στο «Principessa Mafalda» μαζί με τον σύζυγό της, τον Τζοβάνι, από το Πιεμόντε κι αυτός, καθώς και τον μοναχογιό τους, τον 21χρονο Μάριο. Ομως ένα «διοικητικό πρόβλημα», σύμφωνα με τον Πάπα, εμπόδισε την αναχώρησή τους. Είχε άραγε καθυστερήσει η εκκαθάριση του οικογενειακού ζαχαροπλαστείου στο Τορίνο; Ή μήπως έλειπε από κάποιον ένα έγγραφο, κάποιο δίπλωμα;

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_2’); });
googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m2’); });

Ο,τι και να συνέβη, η οικογένεια γλίτωσε. Οι Μπεργκόλιο έφτασαν σώοι και αβλαβείς στο Μπουένος Αϊρες την 1η Φεβρουαρίου του 1929, έναν χρόνο μετά το ναυάγιο του «Principessa Mafalda», έναν χρόνο αργότερα από το προγραμματισμένο. Εκεί γνώρισε ο πατέρας του μελλοντικού ποντίφικα τη μητέρα του, Ιταλίδα από το Πιεμόντε και εκείνη, εκεί γεννήθηκε ο Χόρχε Μπεργκόλιο, ο μεγαλύτερος πέντε αδελφών. Ο Φραγκίσκος, ο πρώτος μη ευρωπαίος Πάπας, «ο πρώτος Πάπας της παγκοσμιοποίησης», σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Εκο, ήταν πάνω απ’ όλα γιος μεταναστών.

Το έλεγε συχνά στον καθεδρικό ναό του στο Μπουένος Αϊρες: «Ολοι γύρω από [την Αγία Τράπεζα], συμπεριλαμβανομένου και εμού, είναι είτε μετανάστες είτε γιοι μεταναστών». Το μήνυμα παρέμεινε το ίδιο και στη Ρώμη μετά την εκλογή του. Λένε πως ο Φραγκίσκος δεν καταλάβαινε την «ψύχωση» – αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσε – που καταλαμβάνει την Ευρώπη κάθε φορά που πρόκειται για μετανάστες: η δική του αντίληψη περί έθνους δεν ήταν εθνοτική αλλά βολονταριστική. Τον Ιούλιο του 2013, λίγους μήνες μετά την εκλογή του, εξέπληξε τους πάντες επισκεπτόμενος τη Λαμπεντούζα. «Ηρθα για να κλάψω» είπε, καταγγέλλοντας την «παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας» και το «χαμένο […] αίσθημα ευθύνης» της σύγχρονης εποχής. Τρία χρόνια αργότερα αναχώρησε από τη Λέσβο παίρνοντας μαζί του 12 σύρους πρόσφυγες.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_3’); });

Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί παρά ειρωνεία της τύχης, ίσως και μια ύστατη δοκιμασία, το γεγονός ότι ο τελευταίος ξένος αξιωματούχος που είδε ο Πάπας Φραγκίσκος ήταν ο Τζέι Ντι Βανς; Ενας άνθρωπος που προσπάθησε να φέρει την καθολική θρησκεία στη σύγχρονη εποχή απέναντι σε κάποιον που φιλοδοξεί να σύρει τον σύγχρονο κόσμο πίσω στον Μεσαίωνα. Ενας πνευματικός ηγέτης που κήρυττε όλη του τη ζωή, με όλες τις ανεπάρκειές του, την ταπεινότητα, το έλεος και τη συμπερίληψη, απέναντι στον κατεξοχήν εκπρόσωπο μιας εξουσίας που επιδιώκει να προβάλλει την κυριαρχία με κάθε κόστος. Το πώς ένιωθε εκείνη την ώρα ο Φραγκίσκος το κατέστησε σαφές στο πασχαλινό μήνυμα που διάβασε λίγο αργότερα, αντ’ αυτού, ο αρχιεπίσκοπος Ντιέγκο Ραβέλι, στηλιτεύοντας την «περιφρόνηση» που επιδεικνύουμε πολλές φορές «απέναντι στους πιο αδύναμους, τους περιθωριοποιημένους και τους μετανάστες». Ηταν, πράγματι, ώρα να εγκαταλείψει τα εγκόσμια ο Πάπας Φραγκίσκος. Η εποχή δεν τον σήκωνε άλλο.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ